Έφυγε σήμερα από τη ζωή, λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, σε ηλικία 98 ετών, ο Μανώλης Γλέζος, εμβληματική μορφή της Αριστεράς και της αντίστασης κατά των ναζί κατά την Κατοχή.
Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στη Νάξο, το 1922, αλλά αγαπούσε ιδιαίτερα και την Πάρο, από την οποία καταγόταν η μητέρα του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αθήνα και ο ίδιος το 1940 περνά στην AΣΟΕΕ.
Ήδη από μαθητής πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιφασιστικής ομάδας για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς αλλά και εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά, ενώ κατά την Κατοχή, δρα ενεργά στην αντίσταση, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις, βασανιστήρια και διώξεις.
Τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, μαζί με τον Απόστολο Σάντα, ο Μανώλης Γλέζος πραγματοποίησε μία από τις πιο τολμηρές αντιστασιακές του ενέργειες: σκαρφάλωσαν στα βράχια της Ακρόπολης και κατέβασαν τη ναζιστική σημαία της Κατοχής. Καταδικάστηκε από το γερμανικό στρατοδικείο ερήμην σε θάνατο.
Μετά την Απελευθέρωση δραστηριοποιείται διαδοχικά μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, ασχολείται με τη δημοσιογραφία, περνώντας από διευθυντικές θέσεις του Ριζοσπάστη και από την Αυγή. Συνολικά παραπέμφθηκε σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’40 καταδικάσθηκε δις εις θάνατον, καταδίκες που δεν εκτελέστηκαν μετά από ελληνική και διεθνή καμπάνια. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, αν και φυλακισμένος. Μετά την εκλογή του, ξεκινά απεργία πείνας, με αίτημα την αποφυλάκιση των δέκα εξόριστων εκλεγμένων βουλευτών της ΕΔΑ. Η απεργία του κρατά 12 μέρες και λήγει με την απελευθέρωση κάποιων από αυτούς. Ακολουθεί η δίκη για «εσχάτη προδοσία» το 1958, ενώ στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 εξελέγη και πάλι βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη φυλακή.
Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται μαζί με άλλους πολιτικούς ηγέτες. Τελικά αποφυλακίζεται το 1971, έχοντας περάσει συνολικά 16 χρόνια εξόριστος και φυλακισμένος.
Με τη Μεταπολίτευση δραστηριοποιείται πολιτικά μέσα από την ΕΔΑ και το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο και εξελέγη, ως συνεργαζόμενος, βουλευτής και ευρωβουλευτής τη δεκαετία του ’80.
Το 1986 επιστρέφει στη Νάξο, οι συγχωριανοί του τον εκλέγουν κοινοτάρχη και εκείνος εισάγει τον θεσμό της Άμεσης Δημοκρατίας.
Στις εκλογές του 2000 και του 2004 ήταν υποψήφιος με τον Συνασπισμό και με την πολιτική ομάδα «Ενεργοί Πολίτες» εκλέγεται το 2002, στις αυτοδιοικητικές εκλογές, νομαρχιακός σύμβουλος.
Το 2012 εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ με το ίδιο κόμμα εκλέγεται το 2014 ευρωβουλευτής, κάνοντας ως κεντρικό θέμα της θητείας του τις γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα – για τις οποίες έγραψε και το βιβλίο «Και ένα μάρκο να ήταν…» (Εκδόσεις Λιβάνη).
Συμμετείχε τελευταία φορά σε εκλογές το 2015, με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Λαϊκής Ενότητας. Το 2018, έκανε δημόσια παρέμβαση με την παρουσία του στη δίκη της Χρυσής Αυγής, συμπαραστεκόμενος στη μητέρα του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα.