Culture

Από την υποκριτική έως την σκηνοθεσία: H καριέρα του Μάνου Καρατζογιάννη φανερώνει την επίπονη και επίμονη προσπάθεια ενός “εργάτη” του θεάτρου και της τέχνης

Από τον Γιωργάκη στην Κασέτα της Αναγνωστάκη, μαθητής ακόμα, μέχρι τον ρόλο του ως Κρίστοφερ στο Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα για τον οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας και ως Τζον στο Χάπι (Medicine) του Enda Walsh, που επίσης σκηνοθετεί φέτος στο Θέατρο Σταθμός μαζί με την παράσταση Το Τραγούδι της Φλερύς (για τη Νταντωνάκη), η καριέρα του Μάνου Καρατζογιάννη δεν μαρτυρά μόνον την πορεία ενός αριστούχου της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης του Γιώργου Αρμένη που έχει συνεργαστεί μέχρι σήμερα με όλα τα μεγάλα θέατρα και τους κορυφαίους πολιτιστικούς θεσμούς στη χώρα αλλά κυρίως την επίπονη και επίμονη προσπάθεια ενός “εργάτη” του θεάτρου και της τέχνης, από την υποκριτική έως τη σκηνοθεσία, τη συγγραφή και τη διδασκαλία και κυρίως τη βαθιά αγάπη και το ενδιαφέρον του για τη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη.

Η περιπλάνηση μας στους μοναχικούς διαδρόμους της ψυχικής υγείας, με αφορμή τη σπαρακτικά τρυφερή ερμηνεία του στην πιο talk of the town παράσταση της χρονιάς, μας οδηγεί αναπόφευκτα στον Άρη από την Παρέλαση, τον Μιχάλη από τον Ήχο του Όπλου, τη Σοφία από τον Ουρανό Κατακόκκινο, τον Νίκο από το Σ’ Εσάς που με Ακούτε και τους άλλους ήρωες της Αναγνωστάκη και την ανάγκη τους να επαναστατήσουν υπερασπίζοντας το δικαίωμά τους να είναι διαφορετικοί και να σκέφτονται διαφορετικά από την υπόλοιπη κοινωνία.


 

 

Μάνο πώς ξεκίνησες την καριέρα σου στην υποκριτική και πώς έχεις καταφέρει να έχεις συνεργαστεί μέχρι σήμερα με τα μεγαλύτερα θέατρα και τους σημαντικότερους ανθρώπους αυτού του χώρου;

Ξεκίνησα μαθητής ακόμα με τον Γιωργάκη από την Κασέτα της Αναγνωστάκη και τώρα που το σκέφτομαι ο πρώτος ρόλος μου είχε το όνομα του πατέρα μου που η παρουσία του και η απουσία του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Και βέβαια η Αναγνωστάκη. Με καθόρισε η ιδεολογία της και ο υπαινικτικός τρόπος της γραφής της. Από ‘κει και πέρα σιγά σιγά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.

 

Ποιοι θα έλεγες ότι είναι οι πιο σημαντικοί σταθμοί στην καριέρα σου;

Η ενασχόληση μου με όλες μου τις ιδιότητες με τη δραματουργία της Αναγνωστάκη (ηθοποιός, σκηνοθέτης, ερευνητής, δραματουργός, δάσκαλος υποκριτικής). Κάποιες παραστάσεις ή ταινίες – προσωπογραφίες που σκηνοθέτησα και στις περισσότερες έγραψα και το κείμενο: Για την Ελένη (Παπαδάκη), Φύλακας μιας Επανάστασης (για τον Γιάννη Βλαχογιάννη), Μελίνα Στοπ – Καρέ (για τη Μερκούρη), Ξένια στα παραμύθια (για την Ξένια Καλογεροπούλου) και Το Τραγούδι της Φλέρυς (για τη Νταντωνάκη). Κάποιοι ρόλοι που αγάπησα: ο Κρίστοφερ από το Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα; ο Μπίλι από τις Φυλές, ο Ρούφους από το Όπως πάει το ποτάμι και πιο πρόσφατα ο Τζον από το Χάπι, όλα στο πρώτο τους ανέβασμα γραμμένα από σπουδαίους δραματουργούς μιλούν για την ετερότητα στη δύναμη της οποίας τόσο πιστεύω. Τα τέσσερα καλοκαίρια που περιοδεύσαμε με την Αντιγόνη του Σοφοκλή με εκλεκτούς συναδέλφους σε δύσκολους καιρούς και βέβαια το σπίτι μου τα τελευταία 5 χρόνια: το Θέατρο Σταθμός.

 

Ένα από τα δύο έργα που σκηνοθετείς φέτος στο Θέατρο Σταθμός είναι το έργο του Enda Walsh “Medicine” (στα ελληνικά ΧΑΠΙ). Τι ήταν αυτό που σε κέντρισε και θέλησες να το συστήσεις στο θεατρικό κοινό;

Η ιστορία αυτού του χαρακτήρα μου θύμισε τις ζωές μας, όταν βγαίναμε από τον εγκλεισμό του κορονοϊού και προσπαθούσαμε να τις φτιάξουμε από την αρχή. Τα τραύματα που φέρει ο καθένας μας και πώς τα διαχειριζόμαστε. Αυτό που με κέντρισε προσωπικά είναι η χρήση των φωνών στο έργο, που αντιστοιχούν σε ανθρώπους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ήρωα, που υποδύομαι. Ανακαλούνται μέσω της αισθηματικής μνήμης του, στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει το αίτημά του για θεραπεία. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που με δένει επίσης με το συγκεκριμένο χαρακτήρα είναι η πρόωρη γέννησή του και οι εβδομάδες που έμεινε στη θερμοκοιτίδα. Είναι κάτι που έζησα κι εγώ. Ο ήρωας αναφέρεται στο πώς αυτός ο «εγκλεισμός» της αρχής καθόρισε τη μετέπειτα ζωή του. Είναι κάτι που με έχει απασχολήσει κάποιες στιγμές. Για να φύγουμε όμως από το εγώ και να πάμε στο εμείς, το έργο μιλάει για τα τραύματα που έχουν εγγραφεί και ερήμην μέσα μας. Πώς αυτά θεραπεύονται, πώς προχωράμε μαζί τους και πώς τα διαχειριζόμαστε. Αυτό που με ενδιαφέρει επίσης στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πώς κάποιοι αμυντικοί μηχανισμοί που έχουμε αναπτύξει σε μικρή ηλικία για να ανταπεξέλθουμε σε απώλειες, ασθένειες και δύσκολες στιγμές, ενώ λειτουργούν βραχυπρόθεσμα ως σανίδα σωτηρίας, μακροπρόθεσμα γίνονται βραχνάς, θηλιά και μπορούν να σου κοστίσουν ακόμη και την ίδια σου τη ζωή, ή ένα σημαντικό μέρος της ψυχικής σου υγείας.

 

Είχες παρακολουθήσει νωρίτερα το ανέβασμα του στο εξωτερικό, ώστε να έχεις κάποιο σημείο αναφοράς;

Όχι, μόνο αποσπασματικά πλάνα…

 

Το έργο του Walsh αγγίζει το θέμα της ψυχικής υγείας και τον ρόλο της δραματοθεραπείας μέσα από κάτι που έχω την αίσθηση ότι ξεπερνάει τις δομές ψυχικής υγείας και επεκτείνεται στην ίδια τη σύγχρονη “ανθρωποφαγική” κοινωνία. Ποια είναι η δική σου οπτική, ως πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της παράστασης πάνω σε αυτό;

Έχει δυσκολέψει η επιβίωση και εκλείπει η εμπιστοσύνη από τις σημερινές σχέσεις πάσης φύσεως. Επομένως, αν υποθέσουμε, όπως λέει κι ο ποιητής (Σεφέρης), πως ο «άνθρωπος είναι μαλακός σαν το χόρτο», εύπλαστος δηλαδή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, πράγματι η ανθρωποφαγία δυστυχώς καιροφυλακτεί…

 

 

Σε άλλα νέα: Call Me Sugar, Σεισμός και Perseids ή πώς να παρτάρετε αγρίως: Tρία πρωτότυπα έργα που θα σταματήσουν – για λίγο – τους χτύπους της καρδιάς σου

 

Πιστεύεις ότι η επιλογή του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ηθοποιούς του μουσικού θεάτρου για να περιβάλλουν τον κεντρικό ήρωα, κλείνει λίγο και το μάτι στο bullying μέσα στον ίδιο τον χώρο του θεάτρου, το οποίο στην Ελλάδα ήρθε στο φως για πρώτη ίσως φορά και μέσα από το κίνημα του #metoo;

Γραμμένο στην πρόσφατη καραντίνα και παρουσιασμένο για πρώτη φορά πριν από δύο μόλις σεζόν στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου είναι επόμενο να αποπνέει πολλά από τα στοιχεία που καθόρισαν το ψυχικό κλίμα παγκοσμίως στα τελευταία χρόνια: κατάσταση εγκλεισμού, ίχνη μιας αδιόρατης απειλής, ψυχική εκκρεμότητα, αίσθηση παραλόγου και βέβαια το ξέσπασμα της βίας στις ζωές μας με οποιαδήποτε μορφή.

 

Ως ηθοποιός που καλείσαι να ενσαρκώσεις ένα βαθιά καλοσυνάτο και ευαίσθητο και τραυματισμένο πλάσμα- ένα από εκείνα τα σπάνια πλάσματα, που θα μπορούσε να είναι η Δήμητρα της Λέσβου- έχεις βιώσει ή έχεις έρθει αντιμέτωπος με κακοποιητικές συμπεριφορές στο θέατρο ή στη ζωή σου;

Ναι, έχω και δεν μου είναι εύκολο να μιλάω για αυτό.

 

Θεωρείς ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν συμβάλλει σε αυτόν τον “κανιβαλισμό” της προσωπικότητας ατόμων που θεωρούνται διαφορετικά, γιατί εκεί ο καθένας μπορεί να γίνει “πρωταγωνιστής” της ζωής του άλλου;

Γίνεται πιο εύκολα αυτός ο κανιβαλισμός, πιο γρήγορα… Αλλά δε φταίνε τα μέσα τα ίδια, απλώς επισπεύδουν ή εντείνουν μια πρόθεση που είτε είναι στη φύση κάποιων ανθρώπων είτε η πολιτεία δε φρόντισε μέσα από τα σχολεία της να την αναστείλει καλλιεργώντας στους νέους την πεποίθηση πως η δημοκρατία που η ίδια ευαγγελίζεται οφείλει να στηρίζεται απόλυτα στον σεβασμό της ατομικότητας των πολιτών της, της προσωπικής τους ιστορίας, της οποιαδήποτε δηλαδή «διαφορετικότητας» τους.

 

Θα ήθελες να μας μιλήσεις και τη δεύτερη παράσταση που σκηνοθετείς στο Θέατρο Σταθμός “το τραγούδι της Φλερύς” και γενικότερα το πνεύμα των παραστάσεων που σε ενδιαφέρει να φιλοξενείς στο θέατρο ως καλλιτεχνικός διευθυντής;

Το “Χάπι” έχει μια περίεργη συγγένεια με το “Τραγούδι της Φλέρυς” του βραβευμένου πεζογράφου Δημήτρη Οικονόμου, ο οποίος γράφει για πρώτη φορά θέατρο. Και οι δύο ήρωες βιώνουν έναν ψυχικό εγκλεισμό, μια πνευματική αναζήτηση. Αυτά τα δύο πράγματα με γοήτευσαν. Επέλεξα τα εν λόγω κείμενα επηρεασμένος από το ψυχικό κόστος του εγκλεισμού που ζήσαμε όλοι και από την αναζήτηση στην οποία βρίσκομαι αυτήν τη στιγμή για το πού θα με πάει η ζωή μου. Η Φλέρυ Νταντωνάκη είχε μια ψυχοσύνθεση πολύ ευάλωτη. Στον μονόλογο παθαίνει κρίση πανικού πριν από την τελευταία της εμφάνιση στη “Ρωμαϊκή Αγορά”. Κι εκείνη, όπως και ο Τζον Κέιν, ξαναθυμάται όλη της τη ζωή, για να μπορέσει να βρει το κέντρο της για να βγει στη σκηνή και να ερμηνεύσει. Ήταν σπάνιος ο τρόπος με τον οποίο αναζητούσε τις λέξεις και μελετούσε για να τραγουδήσει τον “Μεγάλο Ερωτικό” του Μάνου Χατζιδάκι. Όπως λένε, της είχε πει να τραγουδάει κάθε νότα σαν να είναι η τελευταία. Αντίστοιχα, ακριβώς επειδή και η σκηνή φέρει κάτι ιερό, αξίζει κάθε στιγμή σε αυτήν να είναι σαν την τελευταία. Αυτό με συγκινεί. Μπορεί να ακούγεται λίγο ντεμοντέ, ειδικά για τους νεότερους, αλλά έτσι βλέπω εγώ το θέατρο. Είμαι πολύ χαρούμενος που έχουμε ξεκινήσει πρόβες με την Ελένη Κοκκίδου. Έχει μία αισθαντικότητα, μία σπάνια θεατρική αντίληψη. Υπάρχει μεταξύ μας μία πολύ καλή χημεία στην πρόβα και τη θαυμάζω χρόνια και ως ηθοποιό και ως τραγουδίστρια και ανυπομονώ να πάμε προς την παράσταση. Έχω σκηνοθετήσει αρκετούς μονολόγους μέχρι σήμερα με τη Νένα Μεντή, τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, τον Γιάννη Νταλιάνη, τη Μαρία Κίτσου, και όπως έχω ανακαλύψει είναι ένα δύσκολο είδος σκηνοθετικά. Πέραν του ότι είναι βασική προϋπόθεση να ταιριάξει ο ηθοποιός σου με το πρόσωπο που θα ερμηνεύσει, οφείλεις να βρεις το που απευθύνεται αυτός ο λόγος, γιατί σίγουρα δεν απευθύνεται στο κοινό. Υπάρχει μία άλλη εσωτερική απεύθυνση η οποία δημιουργεί και τις εξωτερικές δράσεις.

 

Αν δεν κάνω λάθος, εκπονείς παράλληλα τη διδακτορική σου διατριβή στο Πανεπιστήμιο Hull με θέμα τη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη, μιας γυναίκας που παράλληλα έχει γίνει σύμβολο του αγώνα των καλλιτεχνών ενάντια στην υποβάθμιση των σπουδών τους. Ποια είναι η δική σου άποψη για την πνευματική της παρακαταθήκη και ρόλο που αυτή εξακολουθεί να διαδραματίζει στην τόσο ταραγμένη εποχή μας;

Κύρια θεματική των έργων της Λούλας Αναγνωστάκη αποτελεί η ετερότητα. Ο δεκαεφτάχρονος Άρης από την Παρέλαση που παίζει ακόμη με αεροπλανάκια, ο αλλούτερος φωτογράφος από την Πόλη, ο μοναχικός με τις ειδικές ικανότητες Αντόνιο από το ομώνυμο έργο, ο «ευαίσθητος» Νίκος – μετανάστης στη Γερμανία από τη Νίκη, ο Παύλος από την Κασέτα που επιθυμεί «να κάθεται εκεί και να κοιτάει μια γραμμή», ο Μιχάλης από τον Ήχο του Όπλου, που «το μόνο που θέλει είναι την ησυχία του», η Σοφία Αποστόλου από τον Ουρανό Κατακόκκινο, αλκοολική και μητέρα φυλακισμένου, η αποτυχημένη ηθοποιός πρώην καταθλιπτική Δήμητρα Κιοσσοπούλου από το Ταξίδι Μακριά και ο Νίκος, ο ομοφυλόφιλος γιός της Έλσας, από το Σ’ Εσάς που με Ακούτε «δεν είναι ο μέσος όρος». «Κάνουν τη δική τους επανάσταση» υπερασπίζοντας το δικαίωμα τους είτε να είναι διαφορετικοί είτε να σκέφτονται διαφορετικά από την υπόλοιπη κοινωνία. Η συνεισφορά της Αναγνωστάκη υπογραμμίζοντας την έννοια της ετερότητας μέσα από τη δραματουργία της ήδη από το 1965 αλλά και υποδεικνύοντας το διχασμό (Η Νίκη  – 1979) και την οικογενειοκρατία (Η Κασέτα  – 1982, Τι είναι η Ελλάδα Γιωργάκη; Οικογενειοκρατία που αναπαράγεται στο φουλ και Σ’ Εσάς που με Ακούτε – 2003, Αυτή η μίζερη οικογενειοκρατία θα μας φάει εμάς τους Έλληνες και δε θα προχωρήσουμε ποτέ! ) ως κύριες πηγές για τη δυστυχία της δημόσιας ζωής των Νεοελλήνων αποτελούν βασικές αρετές της τολμηρής πολιτικής γραφής της.

 

 

Επίσης, ποια είναι η δική σου θέση στο θέμα της υποβάθμισης των σπουδών σας και της εξίσωσής σας με αποφοίτους Λυκείου;

Όλη αυτή η ιστορία μου θυμίζει έναν στίχο του Βάρναλη: «Τους προγόνους ντράπου»…

 

Τέλος, αν σου ζητούσα να φέρεις στο νου σου μια εικόνα ή μια φράση που σου αρέσει να ανατρέχεις και να αντλείς δύναμη και κουράγιο μέσα στη γκρίζα καθημερινότητά μας, ποια θα ήταν αυτή;

Μια φράση; Από τον Οδίποδα Τύραννο:

Το δε ζητούμενον τ’ αλωτόν, εκφεύγει δε το αμελούμενον.

Αυτό που επιθυμείς το κατορθώνεις, ξεφεύγει μόνο αυτό που αμελείς…

Μας την έλεγε η φιλόλογος μας στο σχολείο, στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου…

 

 

 

Συνέντευξη: Δέσποινα Ραμαντάνη για το ΟΖΟΝ

Φωτογραφίες: Elina Giounanli