Η ιστορία πίσω από το θρυλικό άρωμα που λατρεύουν οι γυναίκες.
Η Μέριλιν Μονρόε έλεγε σε συνεντεύξεις της ότι για να κοιμηθεί φοράει …λίγες σταγόνες από το άρωμα «Chanel No. 5». Η Κοκό Σανέλ δημιούργησε το 1921 ένα άρωμα που έφερε την επανάσταση στα μέχρι τότε λουλουδάτα αρώματα που ήταν η μόδα της εποχής και άλλαξε ουσιαστικά τον τρόπο που μύριζαν οι γυναίκες. Μέχρι τις αρχές του ’20, η Κοκό Σανέλ αποτελούσε ένα «φαινόμενο» στους κύκλους της γαλλικής μόδας.
Είχε έρθει στο Παρίσι το 1909 ως η ερωμένη του βαρώνου της κλωστοϋφαντουργίας Ετιέν Μπάλσαν και δημιούργησε μια μπουτίκ γυναικείων καπέλων κάτω από το διαμέρισμα του. Περίπου 11 χρόνια μετά κατάφερε να δημιουργήσει μια σειρά επιτυχημένων μπουτίκ στο Παρίσι, έμενε σε μια βίλα στη Νότια Γαλλία και οδηγούσε μια δική της μπλε Rolls Royce. Εκείνη την περίοδο ήθελε να δημιουργήσει ένα άρωμα που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη σύγχρονη γυναίκα, την οποία ενσάρκωνε η ίδια.
Έψαχνε να βάλει τελος στην άσχημη μυρωδιά των γυναικών
Η Κοκό Σανέλ θέλησε να δημιουργήσει ένα άρωμα με φρέσκια και καθαρή μυρωδιά. Η ίδια ήταν σχολαστικά καθαρή και αργότερα, όταν εργάστηκε με τις ερωμένες των πλουσίων παραπονέθηκε για τον τρόπο που μύριζαν. Όταν αποφάσισε να δημιουργήσει ένα άρωμα σε περιορισμένη έκδοση για να το προσφέρει ως χριστουγεννιάτικο δώρο στους καλύτερους πελάτες της ήταν σημαντικό να αποπνέει άρωμα φρεσκάδας. Αλλά είχε πρόβλημα να βρει έναν αρωματοποιό ο οποίος θα μπορούσε να το επιτύχει. Εκείνη την εποχή, ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν φρέσκα αρώματα ήταν με την χρήση εσπεριδοειδών, όπως λεμόνι, περγαμόντο και πορτοκάλι. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι αυτά δεν διαρκούσαν για πολύ πάνω στο δέρμα.
Κάποιες χημικές ουσίες που ονομάζονται αλδεΰδες θα μπορούσαν να δημιουργούν τεχνητά αυτή την μυρωδιά, αλλά ήταν εξαιρετικά ισχυρές, έτσι ώστε οι αρωματοποιοί δίσταζαν να τις χρησιμοποιήσουν. Η γνωριμία με τον αρωματοποιό στην Κυανή Ακτή Το καλοκαίρι του 1920 η Σανέλ πήγε για διακοπές στην Κυανή Ακτή με τον σύντροφό της, τον Μεγάλο Δούκα, Ντιμίτρι Πάβλοβιτς. Ο Πάβλοβιτς τη σύστησε σε έναν εκλεπτυσμένο αρωματοποιό που ονομαζόταν Ερνέστο Μπο, ο οποίος είχε εργαστεί για τη ρωσική βασιλική οικογένεια και ζούσε κοντά στο Γρας, το κέντρο της βιομηχανίας των αρωμάτων. Ο Μπο ήταν ένας περίεργος και τολμηρός τεχνίτης και ανέλαβε την πρόκληση της Σανέλ.
Chanel Νο. 5
Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες για να τελειοποιήσει το νέο άρωμα, αλλά τελικά τα κατάφερε. Έφτιαξε δέκα δείγματα, καθένα από τα οποία είχε έναν αριθμό και τα παρουσίασε στη Γαλλίδα σχεδιάστρια. Εκείνη επέλεξε το νούμερο πέντε λέγοντας: «Όπως κάθε χρόνο παρουσιάζω τις κολεξιόν μου την πέμπτη μέρα του πέμπτου μήνα του έτους, έτσι κι αυτό το άρωμα θα κρατήσει ως όνομα τον αριθμό πέντε. Νομίζω πως θα του φέρει γούρι». Το πέντε ήταν ο αγαπημένος αριθμός της Σανέλ, καθώς στο μυαλό της είχε σχεδόν μυστικιστική σημασία. Η διάσημη σχεδιάστρια μεγάλωσε από τα 12 μέχρι τα 18 της, υπό την επίβλεψη καλογριών σε ορφανοτροφείο. Κάθε φορά που πήγαινε στον καθεδρικό για την προσευχή, περνούσε από πέντε διαφορετικά μονοπάτια, «πνιγμένα» από ένα είδος τριαντάφυλλου με πέντε πέταλα. Έτσι, ο αριθμός πέντε κατείχε εξέχουσα θέση στην ζωή της γι΄ αυτό και ονόμασε το νέο άρωμα «νούμερο 5».
Ο αρωματοποιός Έρνεστ Μπο έχει εκμυστηρευτεί ότι το άρωμα γεννήθηκε μέσα από τον πόνο και το αίσθημα της απώλειας που ένιωσε η Κοκό Σανέλ μετά τον θάνατο του μεγάλου της έρωτα το 1919, του Άγγλου επιχειρηματία και παίκτη του πόλο, Άρθουρ Κάπελ. Σύμφωνα με τον Μπο, «η Κοκό κατάφερε να μετατρέψει το πένθος σε δημιουργία, με το άρωμα αυτό να συμβολίζει ένα προσωπικό δώρο προς τον εαυτό της». Η Κοκό Σανέλ κάλεσε τον δημιουργό του αρώματος και τους φίλους σε ένα αριστοκρατικό εστιατόριο στη Ριβιέρα για να γιορτάσουν την κυκλοφορία του νέου αρώματος και αποφάσισε να ψεκάσει το άρωμα γύρω από το τραπέζι. Κάθε γυναίκα που περνούσε σταματούσε και ρώτησε τι άρωμα ήταν αυτό. Ήταν πρώτη φορά που κάποιος μύρισε το άρωμα σε δημόσιο χώρο.
Η επιτυχία
Στις 5 Μαΐου του 1921, το ατελιέ της οδού Καμπόν, μύριζε την προκλητική και αισθησιακή μυρωδιά του νέου αρώματος. Οι καλεσμένοι της έφυγαν παίρνοντας μαζί ως δώρο ένα μπουκάλι. Το άρωμα έγινε περιζήτητο και ξεκίνησε η μαζική παραγωγή του. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1924, η πρώτη διαφήμιση του Chanel No 5 έκανε την εμφάνισή της στη Νέα Υόρκη. Ήταν μια μικρή τυπωμένη διαφήμιση, που ενημέρωνε πως τα αρώματα της Σανέλ ήταν διαθέσιμα σε πολυκαταστήματα. Διαφήμιση μέσα στον πόλεμο Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σανέλ σκέφτηκε έναν τρόπο να το διαφημίσει ακόμα περισσότερο, ανακοινώνοντας πως κάθε Αμερικανός στρατιώτης που βρισκόταν στο Παρίσι, θα μπορούσε να προμηθευτεί δωρεάν ένα μπουκαλάκι με το ποθητό άρωμα για να το κάνει δώρο στη σύντροφό του με την επιστροφή στην πατρίδα. Ατέλειωτες ουρές Αμερικανών περίμεναν υπομονετικά για ώρες προκειμένου να εξασφαλίσουν το πολύτιμο δώρο.
Τη δεκαετία του ’50, η Μέριλιν Μονρόε έγινε το πρόσωπο της διαφημιστικής καμπάνιας του αρώματος εκτοξεύοντας στα ύψη τις πωλήσεις. Από τη Μονρόε στην Κατρίν Ντενέβ, την Καρόλ Μπουκέ και τη Νικόλ Κίντμαν Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 το άρωμα άρχισε για πρώτη φορά να θεωρείται ξεπερασμένο. Ο Ζακ Ελέ, διευθυντής των αρωμάτων Σανέλ, ανέλαβε την ανανέωσή του. Το νέο πρόσωπο του αρώματος μετά την Μέριλιν Μονρόε, έγινε η Γαλλίδα ηθοποιός Κατρίν Ντενέβ. Το «λαϊκό» άρωμα έγινε ξανά το θρυλικό μυστικό των αστέρων, που όλες οι γυναίκες ποθούσαν να αποκτήσουν. Η Ντενέβ, έδωσε τη θέση της στην Καρόλ Μπουκέ, η οποία στάθηκε το πρόσωπο της Σανέλ την δεκαετία του ’90. Το 2003 τη θέση της πήρε η Νικόλ Κίντμαν αντί της αμοιβής των 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες διάσημες καλλονές όπως η Γαλλίδα ηθοποιός Οντρέ Τοτού και η Ζιζέλ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον περασμένο χρόνο το άρωμα κινδύνεψε να αποσυρθεί από την αγορά, επειδή θεωρήθηκε ότι περιείχε ουσίες που ενοχοποιούνται για αλλεργίες. Οι υπεύθυνοι τροποποιήσαν το προϊόν το οποίο παρέμεινε στα ράφια των καταστημάτων καλλυντικών.
Πηγή: Η Μηχανή του Χρόνου