Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή (την πολύ αρχή). Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 η μούσα ήταν η γυναίκα του Christian Dior, με το «New Look», και στο αντίπαλο δέος η ανεξάρτητη γυναίκα της Coco Chanel.
Αργότερα έκανε την εμφάνισή της η αισθησιακή μούσα του Versace, καθώς και η γυναίκα την οποία ονειρευόταν πάντα να ντύνει ο Tom Ford με τα σέξι κοστούμια του. Όμως, με μια ματιά στη βιομηχανία της μόδας όπως έχει διαμορφωθεί στο σήμερα, μπορείς εύκολα να αντιληφθείς πως πλέον το αρχέτυπο της μίας ιδανικής γυναίκας – εν δυνάμει πελάτισσας – για κάθε οίκο και brand έχει αρχίσει να εμφανίζει ρωγμές.
Κάπου ανάμεσα στα ατελιέ του Παρισιού, πριν αρκετές δεκαετίες, όλοι μιλούσαν για τη «μοντέρνα» γυναίκα. Όταν οι οίκοι που σήμερα δικαίως θεωρούνται εμβληματικοί έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους, δημιουργοί και σχεδιαστές οραματίζονταν ποια θα είναι εκείνη που θα θέλει να αγοράσει τα ρούχα τους και, κατ’ επέκταση, να ντύσει τον εαυτό της σύμφωνα με τις αξίες τους.
Η γυναίκα της Chanel έπρεπε πάντα να επικοινωνεί έναν διακριτικό δυναμισμό με έμπνευση από τον κόσμο του menswear, σε διαμετρική αντίθεση με τον κομψό ρομαντισμό του Christian Dior. Ακόμη και όσες δεν μπορούσαν να αποκτήσουν τις δημιουργίες των οίκων που ήταν τότε must, είχαν την ευκαιρία να φορέσουν το άρωμα που θα χαρακτήριζε τη γυναίκα Chanel ή να συμπεριφέρονται με τον τρόπο που επέτασσε η αισθητική του οίκου στην καθημερινή τους ζωή. Φυσικά, η ίδια γυναίκα δε θα μπορούσε ποτέ να φοράει τα κοστούμια της Chanel και τις κλος φούστες του Dior – όλα ήταν θέμα αποκλειστικότητας.
Flash forward αρκετά χρόνια μετά, όταν το mix & match των ‘90s ήρθε για να αναστατώσει τον κόσμο της μόδας. Κάτι που μέχρι τότε φαινόταν επισφαλές, αν όχι ακατανόητο, βρήκε τη θέση του στο εξώφυλλο της Vogue. Δημιουργίες των οίκων υψηλής ραπτικής μπορούσαν πλέον να συνδυαστούν με κομμάτια που θεωρούντο «low fashion», αλλά και με ρούχα από δεύτερο χέρι. Η γυναίκα, πλέον, δεν αποτελούσε το καθρέφτισμα της έμπνευσης ενός και μόνο σχεδιαστή, αλλά ξεκίνησε να πειραματίζεται με διαφορετικούς συνδυασμούς. Φυσικά, δεν έλειπαν ποτέ τα head-to-toe σύνολα, με τη μανία των logo να χαρακτηρίζει τις τάσεις μέχρι και τα ‘00s.
Όσο όμως η συζήτηση για τη συμπερίληψη και την ανάγκη για ποικιλομορφία στη μόδα διευρύνεται, τόσο το αρχέτυπο της μούσας μένει πίσω. Κανείς δε μπορεί πλέον να ισχυριστεί πως αρκεί οι σχεδιαστές να δημιουργούν για μία λευκή γυναίκα με τις «ιδανικές» αναλογίες, την τέλεια δουλειά και την αψεγάδιαστη καθημερινότητα.
Καθετί που συμβαίνει σε μία πασαρέλα του σήμερα, μπορεί την ίδια στιγμή να έχει φτάσει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αφού το κοινό είναι παγκόσμιο και τόσο, μα τόσο διαφορετικό στην ουσία του, πώς μπορεί κάποιος να εμπνέεται από και να στοχεύει μόνο σε μία γυναίκα που πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές;
Εσύ τι λες; Έχει έρθει το τέλος της μούσας – κι αν ναι, μήπως δεν πειράζει καθόλου;
Από τη Μαργαρίτα Κούτρα