[Η βιογραφία του σπουδαίου σχεδιαστή]
Γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1914 στο St.Jeande Maurienne της Γαλλίας. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης επιχείρησης χονδρικού υφασματεμπορίου στην Προβηγκία ενώ η μητέρα του εργαζόταν σε κατάστημα με γυναικεία ρούχα που διατηρούσαν οι δύο αδελφές της. Έτσι, από παιδί, έμαθε τα πάντα για το ύφασμα. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική στο École Nationale Supérieure des Beaux-Arts (Παρίσι 1933-34) για να ασχοληθεί με τη μόδα. Αρχικά πούλησε τρία σχέδια του στον Robert Piguet (1934). Στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στους Εντουάρ Μολινέ (Edward Molyneux, 1934-38) και αργότερα στον Λελόν Lelong, 1939, 1941-45) μαζί με τον νεαρό τότε Κριστιάν Ντιόρ. Αμέσως μετά τον πόλεμο, το φθινόπωρο του 1945, στη rue Francois 1er στο Παρίσι άνοιξε δικό του οίκο μόδας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή που σπάνιζαν τα υφάσματα, παρουσίασε φορέματα εφαρμοστά στη μέση με μακριές φούστες σε σχήμα καμπάνας, που μοιάζει να προηγούνται του New Look του Ντιόρ του 1947. Το 1951 άνοιξε καταστήματα με δημιουργίες του στις Η.Π.Α. και το 1954 στο Καράκας.
Ως σχεδιαστής απέφυγε τους πειραματισμούς, αναζήτησε κυρίως κομψές διαχρονικές φόρμες που άρεσαν στην αριστοκρατία. Τα ρούχα του, σε απαλούς τόνους, ήταν συχνά διακοσμημένα με περίτεχνα κεντήματα, καθώς και με γούνινους γιακάδες και μανσέτες.Έκανε δημοφιλή την χρήση της εσάρπας τόσο για βραδινές όσο και για κοκτέιλ εμφανίσεις.
Πίστευε ότι τίποτα δεν είναι σημαντικότερο σε ένα φόρεμα από την κατασκευή του. Επίσης πολλές φορές τόνιζε ότι αν οι γυναίκες καταφέρνουν να τηρούν τις βασικές αρχές της μόδας τότε πάντα θα είναι σε αρμονία μα αυτή. Ο Μπαλμέν, μαζί με τον Balenciaga και τον Ντιόρ, ήταν οι τρεις κορυφαίοι της μόδας την περίοδο της ακμής της υψηλής ραπτικής στη δεκαετία του 1950.
Εκτός από τα κοστούμια που έκανε για το θέατρο και τον κινηματογράφο σχεδίαζε ενδύματα και για την προσωπική ζωή μεγάλων ηθοποιών της δεκαετίας του 1960 όπως Μπριζίτ Μπαρντό, Μάρλεν Ντήτριχ, και Κάθριν Χέπμπορν. Ήταν επίσης ο προσωπικός σχεδιαστής της βασίλισσα Sirikit της Ταϊλάνδης.
Πολλοί σχεδιαστές δούλεψαν μαζί του οι οποίοι αργότερα έγραψαν την δικιά τους ιστορία στο χώρο της μόδας όπως οι Gerard Pipart (1948), Jean-Baptiste Caumont, John Cavanagh (1947-1951) και Καρλ Λάγκερφελντ (1955-1958).
Το 1964 έγραψε την αυτοβιογραφία του “My Years and Seasons”.
Πέθανε στις 29 Ιουνίου 1982.
Ο οίκος Μπαλμέν χωρίς τον Μπαλμέν
Μετά το θάνατο του Μπαλμέν το 1982 την διεύθυνση ανάλαβε ο προσωπικός του βοηθός και στενός συνεργάτης του από το 1951, Erik Mortensen. Ο Μπαλμέν είχε πει για τον πιστό συνεργάτη του ότι “… είναι πιο πολύ Balmain από εμένα..”. Ο Mortensen συνέχισε με επιτυχία τον οίκο τον οποίο ανέπτυξε κι εκσυγχρόνισε ακολουθώντας το πνεύμα του ιδρυτή του. Για την προσφορά του αυτή τιμήθηκε επανειλημμένα με το France Haute Couture Golden Thimble Awards.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο γερμανοκαναδός επιχειρηματίας Erich Fayer αφού αγόρασε την Ted Lapidus και την εταιρεία αρωμάτων Jacomo μαζί με την βελγική επενδυτική εταιρεία Copeba αγόρασαν τον οίκο Μπαλμέν για 30.000.000 $. Σύντομα οι Fayer και Μπαλμέν χώρισαν λόγω οικονομικών διαφωνιών και ο οίκος Μπαλμέν αγοράστηκε το 1990 από τον Alain Chevalier. Μετά την αποχώρηση του Erik Mortensen τον Ιούλιο του 1990 ανέλαβε ο σχεδιαστής Hervé Pierre. Στα τέλη του 1992 αναλαμβάνει ως σχεδιαστής ο Αμερικάνος Oscar de la Renta ο οποίος με επιτυχία παρουσίαζε τις συλλογές του έως τον Ιούλιο του 2002. Το Δεκέμβριο του 2001 ο Ελβετός σχεδιαστής Laurent Mercier ανέλαβε το τμήμα των ετοιμοφόρετων ενδυμάτων και μετά την αποχώρηση του de la Renta και το τμήμα υψηλής ραπτικής. Σήμερα η καλλιτεχνική διεύθηνση έχει περάσει στα χέρια του νεαρού Olivier Rousteing, o οποίος έχει καταφέρει να αναβιώσει τον οίκο, με τις τεράστις πωλήσεις και τη νέα πνοή που προσέφερε.