O Δημήτρης Αθηνάκης γράφει. Εργάζεται ως κειμενογράφος και μεταφραστής καθώς και σαν conceptionist στον χώρο του online marketing. Έχει εκδώσει ήδη δύο ποιητικές συλλογές. Οι λέξεις του καθημερινές, απλές, συχνά μιλούν κατευθείαν στο μυαλό και στην ψυχή (αν υπάρχει) του σύγχρονου νέου. Μικρές ιστορίες με το άρωμα της πόλης, γεμάτες από έναν αθώο κυνισμό, ψάχνουν την αλήθεια.
Πότε ξεκίνησες να γράφεις; Ήταν πάντα κάτι που σου άρεσε ή προέκυψε ξαφνικά;
Νομίζω, δεν ξεκίνησα ποτέ. Έχω την αίσθηση ότι είμαι μονίμως σε θέση εκκίνησης, σαν τον ποντικό γύρω από τυράκι, κύκλους όλη την ώρα, μέχρι ν’ αποφασίσω να «επιτεθώ» και να πω αυτό που θέλω, όπως ακριβώς θέλω. Σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει. Υποψιάζομαι, προέκυψε απλώς, για να είμαι ακριβέστερος: συνεχώς προκύπτει, αλλά όχι συχνά.
Τι σε εμπνέει; Η πόλη; Η καθημερινότητα; Η ίδια η φαντασία σου;
Η καθημερινότητα, μια λέξη μάλλον χιλιοβασανισμένη, και ό,τι εκείνη πηγαινοφέρνει. Αναρωτιέμαι, καμιά φορά, εάν η πόλη, για παράδειγμα, κουβαλά τη δική της καθημερινότητα ή εάν συμβαίνει το αντίστροφο. Η πόλη είναι, πάντως, ένας ζωντανός οργανισμός. Μπορεί να την ερμηνεύουμε όπως μας αρέσει ή όπως μας βολεύει, εκείνη όμως κάνει τα δικά της. Τις αγαπώ τις πόλεις. Οι αστικοί ιστοί κρύβουν πολλές ιστορίες. Αντιθέτως, η φύση για μένα είναι προς το παρόν, ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση και τα ντοκιμαντέρ αυτού του είδους με κάνουν να πλήττω. Από την άλλη, φαντασία δεν ξέρω τι σημαίνει σ’ αυτήν τη διαδικασία, της γραφής εννοώ. Δεν μου πάει να φαντάζομαι, παρότι λατρεύω να φαντασιώνομαι.
Τι θέλεις να πεις, να περάσεις στον αναγνώστη με τα ποιήματά σου;
Έχω την εντύπωση ότι λέω μονίμως την ίδια ιστορία, κάθε φορά και με άλλον τρόπο. Ωστόσο, θα ήθελα τα γραπτά αυτά ν’ αποτελούν μια, παράδοξη ίσως, παρέα. Να, ας πούμε, μια κουβέντα με καφέ, με τσάι, με πολλά τσιγάρα και δυο-τρεις-πέντε ανθρώπους που λένε και λένε και λένε. Και που δεν έχει σημασία αν βγαίνει νόημα, φτάνει που ο καθένας καταλαβαίνει τα δικά του. Τι θα γίνει έπειτα από αυτά τα λόγια είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Ας μιλάμε, κι όλα θα γίνουν.
Ποιος είναι ο στίχος εκείνος που πιστεύεις σε αντιπροσωπεύει πιο πολύ αυτήν τη στιγμή;
«Προσευχηθείτε για τις σκοπιές που αγρυπνούν», του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, γιατί έχω μια αδυναμία σ’ εκείνους που κρατούν γερά τη νύχτα, που βάζουν πλάτη στο σκοτάδι, σ’ εκείνους που δεν αφήνουν να ξημερώσει γρήγορα και γιατί, λόγω ρυθμών, μου λείπουν τα ξενύχτια, τα ξημερώματα εκείνα που αργούσαν.
Είσαι κυνικός ή ρομαντικός; Μερικές φορές μας κάνεις να αμφιβάλλουμε.
Αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα ότι είμαι κυνικός. Αν κρατάς μυστικό, είμαι ρομαντικός. Στον κυνισμό επενδύω και σ’ αυτόν χρωστώ όλη μου την αυτογνωσία, όση έχω, τέλος πάντων· στον ρομαντισμό οφείλω τα λάθη (και τα σωστά βέβαια) που έχω αποφασίσει ότι θέλω να κάνω και να ξανακάνω και να ματαξανακάνω.
Αν μπορούσες να γράψεις με εικόνες, τι είδους σύνθεση θα δημιουργούσες;
Θα ήταν η Αθήνα όπως φαίνεται από ένα ρετιρέ που ’χω κατά νου στην Καισαριανή. Από εκεί, όλα φαίνονται στο βάθος, όλα φαίνονται κάπου, κάπως, αλλά φαίνονται. Αν μπορούσα να γράψω με εικόνες, θα χαρτογραφούσα επίσης τα πεζοδρόμια της Αθήνας, ένα προς ένα, κοιτώντας συνεχώς κάτω, τα παπούτσια μου.
Τι αγαπάς περισσότερο σε αυτήν την πόλη και τι απεχθάνεσαι;
Την αγαπώ απ’ άκρη σ’ άκρη. Κάθε της χιλιοστό. Ακόμη και το γκρίζο (πόσο κλισέ, θεέ μου) που λένε όλοι ότι έχει η Αθήνα μου αρέσει, δεν μου χαλάει καθόλου τη διάθεση. Μου αρέσουν και οι μικρές εστίες χαράς: τα σπίτια των φίλων, δυο-τρία στέκια, οι συναυλίες, τα ερειπωμένα κτίρια των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Απεχθάνομαι τα κλειστά μαγαζιά, είναι μια εικόνα που δεν αντέχεται εύκολα, και τις τραβηγμένες, σκούρες κουρτίνες στα ισόγεια του κέντρου. Στην πραγματικότητα, απεχθάνομαι τους λόγους που συμβαίνουν, όχι τα ίδια ως γεγονός. Την αγαπώ την Αθήνα· χωρίς αυτήν, θα ήμουν ένας άλλος. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να ’ταν καλύτερα, δεν ξέρω.
athinakisdimitris.wordpress.com
Συνέντευξη: Νέλλυ Σκουφάτογλου
Φωτογραφία: Γιώργος Μαυρόπουλος