Interviews

Η Μαριάννα Κάλμπαρη πιστεύει πως διανύουμε μια περίοδο κενόδοξου «ψευτογκλάμουρ» και μιλά για την νέα της παράσταση

Στις αρχές του 1664, ο Λουδοβίκος ο 14ος ζητά από τον Μολιέρο και τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί να δημιουργήσουν ένα έργο για την Αυλή των Βερσαλλιών,
προς τέρψη του ίδιου και ορισμένων αυλικών του. Το έργο ονομαζόταν Le Marriage force, (“The forced marriage”) και έγινε το δεύτερο έργο που ο Μολιέρος χαρακτήρισε ως «νέο είδος», ξεπερνώντας κατά πολύ σε μουσική ποικιλία την πρώτη του κωμωδία – μπαλέτο με τίτλο “Le facheux”.

Στην εκδοχή της Μαριάννας Κάλμπαρη που παρουσιάζεται αυτό τον χειμώνα στην σκηνή της Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, σε εξαιρετική μετάφραση της ίδιας, η δράση μεταφέρεται σε ένα παρακμιακό κέντρο διασκέδασης όπου όλοι τραγουδούν και χορεύουν χαρούμενοι για το ευτυχές γεγονός. Μιλήσαμε μαζί της για τις σκηνοθετικές της επιλογές, την θέση των ανθρώπων της τέχνης απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας και την τρομακτική άνοδο ενός νέου κενόδοξου και «ψευτογκλάμουρ» lifestyle.

Τι σας έκανε να επιλέξετε να μεταφέρετε επί σκηνής το συγκεκριμένο έργο του Μολιέρου;

Πρόκειται για μια από τα λιγότερο παιγμένες στην Ελλάδα κωμωδίες του Μολιέρου, που πιστεύω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο για την πολιτική της διάσταση όσο και για τη «σκοτεινή» πλευρά της.


Πως πιστεύετε ότι ηχούν σήμερα, ακριβώς 350 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση του έργου στις Βερσαλλίες, οι απόψεις του συγγραφέα που εκφράζονται δια στόματος του συζύγου σχετικά με τον ρόλο και την συμπεριφορά της γυναίκας-συζύγου;

Ζούμε σε μια εποχή όπου-θεωρητικά τουλάχιστον- στο δυτικό κόσμο η θέση της γυναίκας έχει αλλάξει σημαντικά. Στο ζήτημα του γάμου πάντως, ενός θεσμού που έχει επιβιώσει ανά τους αιώνες και συνεχίζει να είναι σημαντικός τουλάχιστον στην ελληνική κοινωνία, η θέση της γυναίκας, ο ρόλος και οι «κανόνες» της συμπεριφοράς που οφείλει να επιδεικνύει ως «σωστή σύζυγος» σε πολλές περιπτώσεις παραμένει ίδιος. Μπορεί η γυναίκα να επιλέγει πλέον η ίδια και όχι οι γονείς της τον άνδρα που θα παντρευτεί, η κοινωνία όμως δεν έχει πάψει να είναι πατριαρχική με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σήμερα.

Θεωρείτε ότι μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συντηρητικό ή για ένα «επαναστατικό»  έργο για την εποχή του και για την εποχή μας;

Για την εποχή του ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα έργο επαναστατικό κυρίως στον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε τη γυναίκα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Μην ξεχνάμε όμως πως ήταν ένα έργο που γράφτηκε κατά παραγγελία του βασιλιά και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αυλή των Βερσαλλιών χωρίς να δημιουργήσει ιδιαίτερο
σκάνδαλο. Κι αυτό γιατί ενώ μιλά για την ελευθερία της γυναίκας, σατιρίζει το λάθος και χυδαίο τρόπο με τον οποίο η γυναίκα στο συγκεκριμένο έργο τη διεκδικεί καθιστώντας την εν τέλει πρόσωπο αρνητικό.

Μεταφραστικά έχει γίνει μια εξαιρετική δουλειά από την πλευρά σας όσον αφορά στην απόδοση του λόγου, ώστε να ακούγεται καθημερινός και σύγχρονος. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις δυσκολίες και τις προκλήσεις του μεταφραστικού αυτού εγχειρήματος;

Σας ευχαριστώ! Το έργο είναι γραμμένο σε πρόζα-αντίθετα με τα περισσότερα «μεγάλα έργα» του Μολιέρου που είναι γραμμένα σε στίχους- γεγονός που καθιστά ευκολότερη τη μεταγραφή του σε σύγχρονη γλώσσα. Ο λόγος στο συγκεκριμένο έργο είναι πολύ άμεσος. Τη μετάφραση- όπως και όλες τις μεταφράσεις που κάνω
για δικές μου σκηνοθεσίες- τη δουλέψαμε και πάνω στην πρόβα προκειμένου να «ζωντανέψει» ακόμη περισσότερο ο λόγος.

Γιατί επιλέγετε ως χώρο ένα παρακμιακό κέντρο διασκέδασης;

Για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί ο ίδιος ο γάμος-και πόσο μάλλον ο συγκεκριμένος αταίριαστος γάμος- μου μοιάζει σαν ένα παρηκμασμένο «πανηγύρι» που πολύ συχνά στήνεται σε τέτοιους χώρους. Δεύτερον, γιατί αυτός ο χώρος μας βοηθά να αναδείξουμε όλη τη φτήνια, τη χυδαιότητα και την «ψευτογκλαμουριά» που
τονίζει την κοινωνικο-πολιτική διάσταση του έργου.

Τι εξυπηρετεί η μουσική σύνδεση που επιχειρείται με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70;

Ακριβώς τον ίδιο στόχο που εξυπηρετεί ο χώρος. Δεν είναι, φυσικά, η προφανής μουσική που θα ακούγαμε σε έναν τέτοιο χώρο (σκυλάδικα και κλαρίνα). Είναι ελληνικά ντισκο-ποπ-λαϊκά κομμάτια αλλά και ξένα μπλουζ -όλα σε γαλλική εκτέλεση. Και όλα δίνουν μια έντονη αίσθηση «πανηγυριού» και παρακμής.

Η επιλογή του Βασίλη Μαυρογεωργίου για τον ρόλο δικαιώνεται απόλυτα επί σκηνής χαρίζοντας μας μια εξαιρετική ερμηνεία. Πως προέκυψε η συνεργασία σας σε αυτή την παράσταση;

Πέρα από το ότι εκτιμώ πολύ και εμπιστεύομαι τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, που είναι στενός και αγαπημένος μου συνεργάτης, ήθελα ο Νταντέν να έχει μια αθωότητα, μια αγνότητα. Να μην είναι απλώς ο πονηρός χωριάτης που θέλησε να παντρευτεί την πλούσια αριστοκράτισσα και «την πάτησε». Ήθελα επίσης να είναι
νέος, όπως είναι ο Βασίλης. Ο Μολιέρος δε λέει πουθενά πόσο χρονών είναι ο Νταντέν. Ήθελα λοιπόν να είναι νέος, να παρασύρεται από την φιλοδοξία του να ανέλθει κοινωνικά και να γίνει αρεστός αλλά να μην είναι καθόλου διεφθαρμένος όπως είναι οι άλλοι ήρωες. Ήθελα να μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί του.

Έχοντας ζήσει στην Γαλλία και έχοντας μελετήσει τα γεγονότα του Μάη του ’68, ποια είναι η θέση σας απέναντι στον γενικότερο εκφασισμό της κοινωνίας σήμερα;

Έχω ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι και έχω μελετήσει εκείνη την περίοδο που άλλαξε σε αρκετά μεγάλο βαθμό τα ήθη στο δυτικό κόσμο. Και τα ήθη είναι εκείνα που καθορίζουν την καθημερινότητά μας, τις σχέσεις μας, την «αληθινή» ζωή μας. Κατά τα άλλα, πιστεύω ότι η κοινωνία δεν έπαψε ποτέ να είναι φασιστική με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο φασισμός βρίσκεται παντού: στα μικρά αλλά και στα μεγάλα. Το πρόβλημα κατά την γνώμη μου είναι ότι υπάρχει ακόμα μεγάλος φασισμός στην κοινωνία. Και ακόμα δεν έχουμε βρει τρόπο να τον πολεμήσουμε αποτελεσματικά.

Σήμερα που στην Ευρώπη δημιουργούνται και πάλι κινήματα που φιλοδοξούν να προσπαθήσουν για έναν καλύτερο κόσμο και άνθρωποι της τέχνης γίνονται συνοδοιπόροι σε αυτή την προσπάθεια, στην Ελλάδα τι γίνεται; Τι θέση παίρνουν οι άνθρωποι της τέχνης σε όσα συμβαίνουν γύρω μας;

Στην Ελλάδα δύσκολα γινόμαστε συνοδοιπόροι: το έχει αποδείξει η ιστορία. Ίσως επειδή είμαστε ένα χωριό και στα χωριά όλοι νιώθουν πολύ «σημαντικοί» για να κάνουν το βήμα να ενωθούν με τους άλλους. Είναι γεγονός πάντως ότι συσπείρωση του καλλιτεχνικού κόσμου γύρω από ιδέες, κινήματα κτλ δεν υπάρχει ή αν υπάρχει δεν έχει καταφέρει να γίνει ευρέως γνωστή. Πιστεύω πολύ πάντως στη νέα γενιά. Πιστεύω στην ορμή της και στην επιθυμία της να αντισταθεί στο κατεστημένο. Ένα με τρομάζει: βλέπω εσχάτως μέσα από τις στάχτες της βασιλείας του lifestyle των δεκαετιών του ’90 και του 2000-μέσα από την οποία δυστυχώς ανδρώθηκε και παραδόθηκε στον ύπνο η δική μου γενιά- να αναγεννάται αυτή τη στιγμή ένα νέο lifestyle εξίσου κενόδοξο και “ψευτογκλάμουρ”. Ίσως, μάλιστα, πιο επικίνδυνο από παλιά, μια και τώρα οι άνθρωποι ονειρεύονται μια ζωή που είναι δεδομένο ότι δε θα αποκτήσουν ποτέ…Φοβάμαι με λίγα λόγια ότι δεν πήραμε κανένα απολύτως μάθημα από την λεγόμενη κρίση. Και λέω λεγόμενη, γιατί δεν είναι κρίση, αλλά νέα κατάσταση. Που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει. Ούτε έχουμε αποδεχτεί. Ακόμα και στο χώρο της τέχνης.

Συνέντευξη στην Δέσποινα Ραμαντάνη