Interviews

Η Ναταλία Στυλιανού δεν θα αντάλλαζε τον χρόνο της με χρήματα και εξηγεί γιατί αποφεύγει να φορά ρολόι

«Εδώ στις «Ρωγμές» του χρόνου, αναζητούμε ο καθένας τις δικές του ρωγμές, τις δικές του στιγμές, τις πρώτες φορές…», μας λέει η Ναταλία Στυλιανού, η οποία μετά την παράσταση «Πέρασε ένας χρόνος» επιστρέφει υπογράφοντας την σκηνοθεσία και την δραματουργική σύνθεση μιας πολύ ιδιαίτερης παράστασης, που φιλοξενείται στον 7ο όροφο του κτηρίου της λεωφόρου Συγγρού όπου βρίσκονταν τα παλιά γραφεία του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου.

Μας συστήνει την ομάδα της, ή μάλλον καλύτερα την οικογένεια της αφού οι «Γιαξεμπόρε» είναι κάτι πολύ παραπάνω για εκείνη: «η ομάδα αυτή δεν είναι το όραμα ενός ανθρώπου, είναι το όραμα όλων μας» απαντά, μιλώντας για αυτόν τον ιδιότυπο θίασο, που ξεπρόβαλε μέσα από το ομιχλώδες θεατρικό τοπίο τον Σεπτέμβριο του 2017, σαν μια παραφθορά της Ιταλικής φράσης «γεια σου αμόρε», θέτοντας αμείλικτο το δίλημμα: χρόνος ή χρήμα; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη. Όμως είναι;

Πως ξεκίνησε η ενασχόληση σας με το θέατρο και την σκηνοθεσία;

Με το θέατρο, όπως των περισσότερων ηθοποιών θα έλεγα. Τελείωσα το σχολείο, μπήκα στη Δραματική, βγήκα, έπαιξα. Και εκεί που νομίζεις ότι «το’χεις», καταλαβαίνεις ότι η πραγματική σπουδή δεν τελειώνει ποτέ και μάλλον τότε ξεκινάει! Ευτυχώς, ήμουν πάντα προσγειωμένη σε αυτό το κομμάτι. Τρία χρόνια σπουδών δεν σε κάνουν ηθοποιό. Μια μυρωδιά σου δίνουν μόνο και μια καθημερινή τριβή με το αντικείμενο, που όμως αυτό είναι πολύ σημαντικό και απαραίτητο! Σκηνοθέτης δεν είμαι και ούτε θέλω να είμαι. Είναι κάτι που προέκυψε κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Η δουλειά με την ομάδα στηρίζεται πάνω στο device theatre, ξεκινάει μέσα από ένα μεγάλο κομμάτι έρευνας και συνεχίζει με αυτοσχεδιασμούς, για να φτιαχτεί στο τέλος μια ιστορία, ένα έργο και ζωντανοί χαρακτήρες που αλληλεπιδρούν. Σε όλη αυτή τη διαδικασία χρειάζεται να είναι κάποιος «απ’έξω» όπως συνηθίζουμε να λέμε στο θέατρο, για να μπορεί να συντονίζει τη διαδικασία. Αυτό δε σημαίνει πως θα είμαι πάντα εγώ ή πως ξαφνικά μπορώ να σκηνοθετήσω ένα οποιοδήποτε έργο. Συνεχίζω ευτυχώς να εργάζομαι ως ηθοποιός και συνεχίζω ευτυχώς να πατώ και τα δύο μου πόδια γερά στη γη. Να έχω το μυαλό μου μέσα στο κεφάλι μου.


Ποια χρονική συγκυρία έφερε κοντά τα μέλη της ομάδας Γιαξεμπόρε, και συνετέλεσε στην δημιουργία της;

Προτού δημιουργήσουμε την πρώτη μας παράσταση, προτού αποφασίσουμε να προχωρήσουμε μαζί και να γίνουμε ομάδα, προτού συμβεί οτιδήποτε απ’όλα αυτά… με κάποιο τρόπο είχαμε συνυπάρξει. Αυτό που μας έφερε κοντά ήταν μια κοινή ανησυχία και ένας κοινός τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα. Οι «γιαξεμπόρε» δεν είναι μια ομάδα, είναι μια οικογένεια με τα θετικά της και τα αρνητικά της. Αν κάποιος μας παρατηρήσει από μακριά την ώρα που συζητάμε, νομίζω πως θα βάλει τα γέλια. Έχουμε όλοι συμφωνήσει στους ρόλους μας, τόσο εντός δουλειάς (πρόβας) όσο και εκτός. Η ομάδα αυτή δεν είναι το όραμα ενός ανθρώπου, είναι το όραμα όλων μας!

Γιατί επιλέξατε το όνομα  αυτό για την ομάδα σας;

Το όνομα αυτό παραπέμπει στα ελληνικά μπουλούκια. Πρωτοεμφανίζεται στην σπουδαία ταινία του Αγγελόπουλου «Ο Θίασος», σε μουσική του αείμνηστου Λουκιανού Κηλαηδόνη. Η φράση αυτή, ήταν ένας χαιρετισμός-παραφθορά του «Γεια σου αμόρε» που φώναζαν οι Ιταλοί θεατρίνοι και τραγουδιστές – πρώτοι δάσκαλοι του βαριετέ στην Ελλάδα – προς τους θαμώνες των καφέ-σαντάν. Με αυτοσχέδιους στίχους και σχεδόν πάντα την ίδια μουσική, το «Γιαξεμπόρε» πέρασε στα ελληνικά μπουλούκια ως κάλεσμα, δηλαδή ως επιθεωρησιακός πρόλογος για την προσέλκυση θεατών πριν από κάθε παράσταση. Στόχος των «γιαξεμπόρε» είναι να λειτουργεί ως ένα σύγχρονο μπουλούκι, ταξιδεύοντας τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος, να πραγματοποιεί τις παραστάσεις του σε μη θεατρικούς χώρους, καταργώντας τη διαχωριστική γραμμή σκηνής-πλατείας άρα και ηθοποιών-θεατών και να παίζει με «κουτί» που ο κάθε ένας μπορεί να βάζει μέσα όσα χρήματα θέλει, πάντα μετά το τέλος της παράστασης.

Εδώ «στις ρωγμές του χρόνου», τι αναζητάτε;

Θα σας απαντήσω με μία φράση από την παράσταση. Αναζητάμε το κοινό να αναζητήσει τις δικές του « […] στιγμές, ρωγμές και πρώτες φορές…».

Μιλήστε μας λίγο για το υλικό των συνεντεύξεων και την διαδικασία της έρευνας που προηγήθηκε αυτής της παράστασης.

Όπως συνέβη στην πρώτη μας παράσταση το «Πέρασε ένας χρόνος», έτσι και στις «Ρωγμές» οι συνεντεύξεις παίζουν τον πρώτο ρόλο για να ξεπηδήσουν σταδιακά οι χαρακτήρες. Για την συγκεκριμένη παράσταση δημιουργήσαμε δύο ερωτηματολόγια. Το πρώτο είχε κεντρικό άξονα τον Χρόνο και το δεύτερο το Χρήμα. Για σχεδόν τέσσερις μήνες το επικοινωνήσαμε με ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και επαγγελμάτων και συλλέγοντας σταδιακά τις απαντήσεις τους οδηγηθήκαμε στους πρώτους αυτοσχεδιασμούς και την σκιαγράφηση των πέντε διαφορετικών χαρακτήρων της παράστασής μας.

Σε ποιον βαθμό χρησιμοποιείτε τον αυτοσχεδιασμό κατά την σύνθεση μιας παράστασης;

Όλη η σύνθεση της παράστασης, είναι μια διαρκώς αυτοσχεδιαστική διαδικασία μέχρι να καταλήξουμε στο συγκεκριμένο υλικό, που αυτό με τη σειρά του θα γίνει η βάση για να γραφτεί το τελικό μας κείμενο.

Στις «Ρωγμές» πως λειτουργεί η έννοια του deviced theatre;

Στην αρχή κάθε καινούργιας δουλειάς αποφασίζουμε όλοι μαζί το «θέμα». Δηλαδή, τι θα πραγματεύεται η παράσταση, πόσο αυτό μας απασχολεί (ή στην συγκεκριμένη περίπτωση μας βασανίζει), γιατί θέλουμε να μιλήσουμε για αυτό και τέλος, τι ερωτήματα και ερωτηματικά μας προκαλεί. Το επόμενο στάδιο είναι η έρευνα, στη συνέχεια οι αυτοσχεδιασμοί και το υλικό που αντλούμε από οπουδήποτε (γεγονότα, λογοτεχνικά κείμενα, ποίηση, παραμύθια – στηριχθήκαμε πολύ σε αυτά για ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης – και προσωπικές αφηγήσεις). Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (στις «Ρωγμές» κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο) φτάνουμε πια να έχουμε ένα κείμενο και μια παράσταση φτιαγμένη πραγματικά από το μηδέν.

Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τον 7ο όροφο του κτηρίου της λεωφόρου Συγγρού, όπου βρίσκονταν τα παλιά γραφεία του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, για την παρουσίαση της παράστασης;

Στο δικό μας κόσμο δεν υπάρχουν θεατρικά φώτα, δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχει σκηνή, δεν υπάρχει πλατεία. Οι ηθοποιοί κινούνται ελεύθερα ανάμεσα στους θεατές και συνομιλούν καθαρά μαζί τους. Υπάρχει μόνο το ζωντανό σώμα των ηθοποιών και ό,τι αυτό μπορεί να παράγει. Έτσι λοιπόν χρειαζόμαστε για κάθε
παράσταση μας έναν χώρο που να μπορεί να συνομιλεί με το εκάστοτε θέμα. Στο «Πέρασε ένας χρόνος» ήταν ένα παλιό νεοκλασικό σπίτι στον Κολωνό, στις «Ρωγμές» είναι τα παλιά γραφεία-αποθήκη που βρίσκονται στον έβδομο όροφο του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου.

Ποια είναι η δική σας σχέση με τον χρόνο και πότε αισθάνεστε να περνά πιο αργά ή πιο γρήγορα;

Εξαρτάται από τη στιγμή, τη χρονική περίοδο και την ίδια τη ζωή! Αν περνάω καλά τότε ποτέ δε μου φτάνει. Αν περνάω δύσκολα, αισθάνομαι ότι δεν θα τελειώσει ποτέ! Αν είμαι διακοπές, τότε σταματά να υπάρχει χρόνος, υπάρχει μόνο το «θέλω» και κανένα «πρέπει». Αν είμαι μέσα σε μια δημιουργική διαδικασία, τότε συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Νιώθω σαν να βρίσκομαι μέσα σε ένα ζεστό υγρό, μέσα σε μια μήτρα και περιμένω να γεννηθώ. Νομίζω ότι μαζί με τον «χρόνο των διακοπών» ο «δημιουργικός χρόνος» είναι από τους αγαπημένους μου!

Ρολόι φοράτε;

Δεν φοράω ποτέ! Στο σχολείο, παλιά, είχα προσπαθήσει να βάλω αλλά για κάποιο λόγο τα ρολόγια χαλούσαν πολύ γρήγορα όταν τα φορούσα. Παρόλα αυτά, δυστυχώς, πάντα είμαι εκεί που πρέπει να είμαι πολύ νωρίτερα.

Ζητείται άνθρωπος να μας διαθέτει τον χρόνο του. Αμοιβή σκανδαλωδώς ικανοποιητική. Αν επρόκειτο να απαντήσετε σε μια τέτοια αγγελία για εύρεση εργασίας, θα διαθέτατε τον χρόνο σας με όφελος την αμοιβή;

Όχι ποτέ! Επειδή σε αυτή τη ζωή ερχόμαστε μόνο για λίγο και όταν πεθαίνουμε δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας, δεν θα αφιέρωνα ούτε ένα δευτερόλεπτο σε κάτι που δεν θα ήθελα να κάνω πραγματικά. Αν τύχαινε και αυτό που επιθυμούσα ερχότανε μαζί με μια τέτοια αμοιβή εννοείτε πως δεν θα έλεγα ποτέ όχι! Και όπως λέει και η Λουκία την παράσταση «[…] δεν ήταν πιο ωραία τότε, στα παραμύθια;»

Συνέντευξη στην Δέσποινα Ραμαντάνη