Οι Παριζιάνοι σχεδιαστές είναι συγκρατημένοι, αποστασιοποιημένοι και ελαφρώς σνομπ. Το συγκεκριμένο κλισέ κατέρριψε μέσα σε 30 λεπτά ο υπέροχος Pascal Millet, σε μία κουβέντα που χώρεσε ψαχουλέματα στα αρχεία του Balenciaga, επεισοδιακές συναντήσεις στη Μύκονο με τον Alexander McQueen, κρίσεις πανικού και τον παράδεισο που -από ό,τι φαίνεται- βρίσκεται στην Ελλάδα.
Ξεκινήσατε την καριέρα σας σε έναν ιστορικό οίκο, τον Balenciaga. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή;
Τη δεκαετία του ‘80, όταν ξεκίνησα στον Balenciaga, κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτόν, ήταν ένας παλιός οίκος που τότε ξυπνούσε. Όταν πια μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω στο πλευρό του Michel Goma, ο οποίος είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του οίκου τότε, κατάλαβα πόσο τυχερός είμαι. Βρεθήκαμε στο ιστορικό κτίριο της λεωφόρου George V, στο οποίο δούλευε παλιότερα ο ίδιος ο Cristóbal Balenciaga, γεμάτο με σχέδια και φορέματα του ίδιου, τα οποία δεν είχε δει κανείς από το 1968. Βέβαια, ο πραγματικός θησαυρός βρισκόταν στο υπόγειο: όλα τα αυθεντικά αρχεία του Balenciaga! Δυστυχώς, η κυρία που είχε το κλειδί, λόγω διαμάχης με τους ανθρώπους του οίκου, δεν το έδινε σε κανέναν. Ωστόσο, εγώ είχα δει πού το έκρυβε και όταν τα σαββατοκύριακα δουλεύαμε ως αργά, κατεβαίναμε στο υπόγειο και χαζεύαμε όλες αυτές τις θρυλικές δημιουργίες! Ένας πλούτος της μόδας μέσα σε κούτες και τυλιγμένος σε πλαστικό, ο οποίος πλέον παρουσιάζεται σε εκθέσεις πίσω από προστατευτικά τζάμια.
Μετά ακολούθησε ο οίκος Givenchy…
Πράγματι, ένας πολύ μεγάλος οίκος με αυστηρή ιεραρχία και εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Μου είχε φανεί εφιάλτης, την πρώτη μέρα, γύρισα στο σπίτι κλαίγοντας. Τελικά, έμεινα δέκα χρόνια και τον λάτρεψα. Ακόμα και σήμερα οι καλύτεροι μου φίλοι είναι παλιοί συνάδελφοι από τον Givenchy. Βέβαια, υπήρξαν τρεις περίοδοι στον οίκο Givenchy. H πρώτη με τον σπουδαίο Hubert de Givenchy, έναν gentleman της μόδας που έφερε την παντοκρατορία του απόλυτου chic.
Ακολούθησε ο John Galliano, που τάραξε τα νερά. Τον Galliano διαδέχτηκε ο Alexander McQueen, μία ιδιοφυΐα. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσα πολύ. Μάλιστα, θυμάμαι μία τυχαία συνάντησή μας στη Μύκονο, όπου ενώ τσακωνόμουν με κάποιον, ξαφνικά νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου και βλέπω τον Alexander να μου λέει γελώντας: «Δεν ήξερα ότι μπορείς να νευριάσεις!». Από την περίοδο McQueen, στον Givenchy προέκυψαν κάποιες από τις διαχρονικότερες συλλογές του οίκου.
Πόσο δύσκολο ήταν να αναλάβετε τα ηνία του οίκου Carven, στις αρχές του 2000;
Στον οίκο Carven με υποδέχτηκε η ίδια η Marie-Louise Carven, μία μικρόσωμη αυστηρή γυναίκα που μου είπε: «Εσύ είσαι ο καινούργιος; Θα δω σήμερα τον Hubert de Givenchy, θα τον ρωτήσω για εσένα». Ευτυχώς, εκείνος με εκτιμούσε πολύ οπότε η συνεργασία μας κύλησε άψογα. Τότε ξεκινήσαμε μια ολική αναθεώρηση του ύφους των συλλογών. Καταφέραμε αυτά τα έξι χρόνια να προσελκύσουμε τις σημαντικότερες πελάτισσες της υψηλής ραπτικής.
Τι σας οδήγησε να ξεκινήσετε το δικό σας οίκο prêt-à-porter το 2000;
Μαζί με το σταθερό μου συνεργάτη, Patrick Ney, κάναμε αυτό το βήμα. Στην προσέγγισή μου για την Haute couture ήμουν πολύ κακομαθημένος, επειδή για εμένα σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από τη δημιουργία ενός νέου print, μια πρακτικήπου συναντάμε μερικές φορές σήμερα σε γνωστούς οίκους… Ωστόσο, η σημαντικότερη πρόκληση ήταν ότι στην Haute couture γνωρίζαμε την κάθε γυναίκα ξεχωριστά, ενώ στο prêt-à-porter, δεν έχουμε ιδέα για τις πελάτισσές μας. Από την άλλη, αυτό μας δίνει μεγάλη ελευθέρια και πλέον έχουμε περάσει σε μια φάση lux-casual, η οποία δεν είναι απαραίτητα ούτε sportswear ούτε red carpet.
Πώς φαντάζεστε τη γυναίκα που φοράει Pascal Millet;
Σίγουρα της αρέσει για διασκεδάζει με τη μόδα. Φέτος είχα διάθεση να δουλέψω με τη δαντέλα και θα έχω και του χρόνου. Ορίστε ένα αποκλειστικό για το περιοδικό (γέλια)! Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι θα κάνω για πάντα δαντέλα. Έτσι, όμως, φαντάζομαι και τη μοντέρνα γυναίκα, να παίζει με διαφορετικά στιλ. Και σίγουρα, δεν την φαντάζομαι εκκεντρική. Δεν μου αρέσει να γίνομαι talk of the town μόνο και μόνο για την πρόκληση.
Ποιο στάδιο στη δημιουργία μιας συλλογής σας δυσκολεύει περισσότερο;
Απεχθάνομαι την οργάνωση του défilé και ειδικά το casting. Την πρώτη φορά που το έκανα εγώ ο ίδιος, υπέφερα. Επίσης, στην τελευταία πρόβα πριν το défilé, για μισή ώρα παθαίνω κρίση πανικού, δεν μπορώ να κάνω τίποτα και ευτυχώς, έχω μία δυνατή ομάδα που πάντα με στηρίζει.
Τι πιστεύετε για τον εκδημοκρατισμό της μόδας που εξελίσσεται και μέσω των συλλογών-συνεργασιών ανάμεσα σε οίκους μόδας και high street brands;
Τον λατρεύω! Άλλωστε, είμαι και ο ίδιος πελάτης αυτών των brands και βρίσκω υπέροχο ότι μια συγκεκριμένη αισθητική μπορεί να φτάσει σε όλους. Ξέρετε, τη δεκαετία του ‘60 πολλές boutique στη Γαλλία, αντέγραφαν τα πατρόν των μεγάλων οίκων κι έτσι η υψηλή ραπτική γινόταν προσβάσιμη σε περισσότερο κόσμο.
Τι ρόλο παίζουν τα social media σήμερα στη μόδα;
Σημαντικό αλλά νομίζω ότι χρειάζεται προσοχή, κυρίως στη σημασία που τους δίνουμε. Μην ξεχνάμε ότι πολύ συχνά, αυτός που κρίνει ένα brand δεν είναι ο τελικός αγοραστής. Μπορεί να είναι απλά ένας άνθρωπος που τυγχάνει να έχει ένα smartphone και λογαριασμό στο instagram. Βέβαια, αυτή η γενιά, η γενιά των social
media είναι οι πελάτες του αύριο…
Ποια είναι η έμπνευση της τελευταίας σας συλλογής;
Ο κήπος! Όταν σχεδίαζα σκεφτόμουν έναν καλοκαιρινό γάμο στην εξοχή. Από την άλλη, τα ίδια floral φορέματα μπορεί να τα φορέσει και μια κοπελα με sneakers στην πόλη. Πάντα όμως, όταν δημιουργώ κάτι σκέφτομαι ότι μια γυναίκα θα το φοράει σε μια ευτυχισμένη της στιγμή.
Ποια είναι τα επόμενα βήματά σας;
Σκοπεύουμε να λανσάρουμε μια μικρή σειρά με πέντε διαφορετικά jeans. Την κατασκευή τους θα αναλάβει μια βιομηχανία που ασχολείται αποκλειστικά με denim. Και τον Μάρτιο θα πραγματοποιηθεί το défilé για το χειμώνα 2018 -και όπως πλέον ξέρετε, θα πάθω μια μικρή κρίση πανικού πριν ξεκινήσει η επίδειξη!
Έχετε έρθει στην Ελλάδα;
Ναι, έχω έρθει δύο φορές και την λάτρεψα! Επισκέφτηκα την Αθήνα και από εκεί με ιστιοπλοϊκό περάσαμε στην Κόρινθο, στην Ύδρα και στις Κυκλάδες. Αγαπώ το μπλε, την ποιότητα ζωής σας και το «πω πω πω» που άκουγα συνεχώς. Πείτε το στους συμπατριώτες σας, ο παράδεισος υπάρχει και είναι στην Ελλάδα.
Συνέντευξη: Λένα Γκόβαρη
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του OZONRAW #122