Ο Προκόπης Αγαθοκλέους αφήνει για λίγο καιρό πίσω τον ρόλο του Αγιορείτη μοναχού για να αναλάβει αυτόν του Τσάρλι Τσάπλιν στη νέα παράσταση του Εθνικού.
Πηγαίνοντας να συναντήσω τον Προκόπη Αγαθοκλέους στο διαμέρισμα που διαμένει στα Κάτω Πατήσια είχα προκαταβολικά δημιουργήσει στο μυαλό μου μια εικόνα αγιογραφική για τον ηθοποιό. Ήμουν άλλωστε επηρεασμένος από τoν ρόλο του στην πρόσφατη σειρά του Mega “Από Τα Φάρασα Στον Ουρανό“, όπου ο Αγαθοκλέους υποδυόταν τον αγιορείτη μοναχό Παΐσιο, που είναι τόσο κοσμαγάπητος στην Ελλάδα
Την πόρτα όμως του διαμερίσματος δεν μου άνοιξε κάποιος “μοναχός” ή έστω κάποιος που να του έμοιαζε. Αντίθετα, το ξυρισμένο πρόσωπο, το μουστάκι και το κούρεμα του ατόμου που συνάντησα, παρέπεμπαν σε κάποιον άλλο, που όπως έμαθα στην πορεία, ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο αντίστοιχα κοσμαγάπητος “άγιος” (ας μου επιτραπεί η έκφραση) του βουβού κινηματογράφου.
Πώς λοιπόν ο Αγαθοκλέους κατάφερε να κάνει – έτσι απλά – το πέρασμα από το Άγιο Όρος στην Αμερική της δεκαετίας του 1930 και πώς νιώθει πού για πρώτη φορά στην καριέρα του τολμά να υποδυθεί έναν βουβό ρόλο, όπου το υποκριτικό του ταλέντο φαίνεται μόνο μέσα από τις κινήσεις του;
Πότε ξεκίνησε να υπάρχει μέσα σου αγάπη για την υποκριτική; Yπήρξε κάποια συγκυρία που σε έκανε να αποφασίσεις ότι αυτό είναι το επάγγελμα που ήθελες να ακολουθήσεις;
H αγάπη για την υποκριτική ξεκίνησε να υπάρχει μέσα μου από το Δημοτικό, όταν κάπου στην τέταρτη τάξη μου έδωσαν τον ρόλο του σκιάχτρου στο «όνειρο του σκιάχτρου» του Ευγένιου Τριβιζά. Σε μία σκηνή κλείνουν με το ζόρι το στόμα στο σκιάχτρο και έτσι μπορεί να μιλήσει μόνο με «μμμμμ», τότε συνειδητοποίησα πως μπορούσα να επικοινωνήσω τον ρόλο μου στο κοινό και αυτό με ιντρίγκαρε πολύ. Σαν εκείνη την στιγμή να ήχησε μέσα μου για πρώτη φορά το υποκριτικό καμπανάκι.
Η συνέχεια δόθηκε στο γυμνάσιο, όπου πια συμμετείχα στον Θεατρικό Όμιλο του σχολείου. Εκεί έπαιξα στο “Παραμύθι Χωρίς Όνομα” του Καμπανέλη, αφού αντικατέστησα έναν συμμαθητή μου που αποχώρησε από την ομάδα, ύστερα στο λύκειο και πάει λέγοντας.
Στη συνέχεια και έχοντας πάρει μέσα μου την απόφαση να γίνω ηθοποιός, επέλεγα μαθήματα κάτω από αυτό το πρίσμα. Ευτυχώς είχα και στήριξη από το σπίτι. Οι γονείς μου αρχικά ανησυχούσαν για το τι μέλλει γενέσθαι, όπως για παράδειγμα για το αν θα έχω σταθερό μισθό και λοιπές εύλογες ανησυχίες που έχει κάθε γονιός.
Μετά το σχολείο, ετοιμάστηκα για τις Παγκύπριες Εξετάσεις, όπου ορισμένοι μαθητές (νομίζω τέσσερεις στον αριθμό) μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια υποτροφία στο Εθνικό Θέατρο και σε άλλες δραματικές σχολές στην Ελλάδα. Την πρώτη φορά δεν κατάφερα να εξασφαλίσω την θέση. Αμέσως μετά ακολούθησε η στρατιωτική μου θητεία
Κατά την διάρκεια της θητείας μου, έκανα προετοιμασία για να δώσω ξανά εξετάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονταν μία ακρόαση και μία γραπτή έκθεση ιδεών. Συμπαραστάτες μου σ’ αυτή τη φάση είχα την φιλόλογο καθηγήτριά μου, κυρία Χρυσούλα Αλεξάνδρου (με την οποία διατηρώ επαφές μέχρι σήμερα) για την έκθεση και για το κομμάτι της υποκριτικής, είχα την πολύτιμη βοήθεια του αγαπημένου μου συνάδελφου Ανδρέα Βασιλείου. Με τον Βασιλείου ετοιμάσαμε έναν μονόλογο αρχαίας τραγωδίας, έναν σύγχρονο μονόλογο και μία απαγγελία ποιήματος.
Προς το τέλος της στρατιωτικής μου θητείας έδωσα εξετάσεις και κατάφερα να εξασφαλίσω την υποτροφία. Ως αποτέλεσμα, ανέβηκα στην Αθήνα για να σπουδάσω στην σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά ως ηθοποιός; Σου πήρε καιρό να βρεθείς σε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε ποια ηλικία προέκυψε αυτός;
Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά προέκυψε πριν αποφοιτήσω από την σχολή μου, το 2009, στο “Πουθενά” του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το οποίο παρουσιάστηκε στο φρεσκοανακαινισμένο τότε Τσίλερ, την κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου. Κάτι φίλοι από τη σχολή μου πρότειναν να πάμε στην ακρόαση και εκεί πέρασα στη δεύτερη φάση απ’ όπου και τελικά προέκυψε αυτή η σημαντικότατη πρώτη επαφή με την επαγγελματική σκηνή υπό τις οδηγίες ενός σπουδαίου δημιουργού με τον οποίο ευτύχησα να ξαναβρεθώ το 2015 για το Still Life σε παγκόσμια περιοδεία.
Τώρα, όσο αφορά στον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτό έγινε το 2014 και σε ηλικία 27 χρόνων, στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου σε μια θεατρική μεταφορά της ταινίας “Μια ζωή την έχουμε” του Γιώργου Τζαβέλα σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, για τον ρόλο του Κλέωνα που στην ταινία υποδύεται ο Δημήτρης Χορν.
Σε προηγούμενη συνέντευξή σου, έχεις πει, πως όταν σου προτάθηκε να παίξεις τον ρόλο του Αγίου Παΐσιου στη βιογραφική σειρά του MEGA “Aπό τα Φάρασα στον Ουρανό”, δέχτηκες αμέσως.
Ναι, αυτός ο ρόλος για μένα ήταν η ύψιστη πρόκληση. Δεν ήξερα τι σημαίνει πνευματικότητα σε τόσο βάθος, ούτε γνώριζα τι σημαίνει μοναχική ζωή, επομένως όλο αυτό άνοιγε μια τεράστια πόρτα εξερεύνησης.
Κλήθηκα λοιπόν, σε αντίθεση με την δική μου πραγματικότητα, να εξερευνήσω την πτυχή του ανθρώπου που αγωνίζεται για να βρει την ψυχή του, που παλεύει να την σώσει και οφείλω να πω πως με γοήτευσε και με γοητεύει πολύ αυτός ο αγώνας. Κάτω λοιπόν από αυτή την συνθήκη και το γεγονός ότι η πρόταση μου έγινε από τον σεναριογράφο (και συμπατριώτη μου) Γιώργο Τσιάκκα, τον οποίο και εκτιμώ, δέχτηκα σχεδόν αμέσως.
Σίγουρα μέσα μου είχα κάποιους φόβους, για το αν θα ανταπεξέλθω σε κάτι το τόσο άγνωστο. Ο Άγιος Παΐσιος απαρνείται τα πάθη και το ανθρώπινο στοιχείο και βιώνει έναν Θεϊκό αγώνα, που κατευθύνεται από εσωτερικές αναζητήσεις τις οποίες δύσκολα μπορεί κάποιος να πετύχεια αν ζει ότι καθημερινά οι περισσότεροι από μας ζούμε. Έτσι, έπρεπε να κάνω πολύ προσπάθεια για να καταλάβω το τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να δώσει αυτό τον αγώνα με τόσο ζήλο .
Για να καταφέρω λοιπόν αρχικά να καταλάβω και ύστερα να υποδυθώ , μελέτησα πολλές βιογραφίες του Αγίου, δικά του βιβλία καθώς και εκκλησιαστικά θρησκευτικά κείμενα που ο Άγιος Παΐσιος αγαπούσε, ενώ χρειάστηκε να μπω και στην καθημερινότητά μου σε μονοπάτια πνευματικής αναζήτησης.
Στην πορεία της προετοιμασίας για τον ρόλο μου, επισκέφτηκα το Άγιο Όρος και πιο ειδικά την Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Εκεί ακολούθησα όσο μπορούσα το αυστηρό πρόγραμμα της μονής, ως απλός επισκέπτης. Ξυπνούσα στις 5 το πρωί, πήγαινα στον όρθρο, καθόμουν στην λειτουργία και μετά έτρωγα στην τράπεζα κ.ο.κ. ερχόμενος συχνά και σε επαφή με μοναχούς, ιερείς και κόσμο που τον γνώρισαν.
Καμιά φορά μάλιστα, όταν συναντιόμουνα με μοναχούς στην αυλή του μοναστηριού μου φώναζαν “γεια σου γέροντα Παΐσιε” με γελάκια και πειράγματα. Ωστόσο συχνά άκουγα και συμβουλές από το πως κινούνταν ο Άγιος μέχρι και πολύ χρήσιμες οφείλω να πω, όμορφες φιλοσοφικές και πνευματικές συζητήσεις.
Αν και ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο στο μοναστήρι, η οικογενειακή μου κατάσταση δεν μου το επέτρεπε. Έτσι κάποια στιγμή γύρισα πίσω στην οικογένειά μου συνεχίζοντας την μελέτη, πια, πάνω στο ίδιο το σενάριο της σειράς.
Δες ακόμη: Από τις Κάννες στο Σασμό, το ταξίδι του ηθοποιού Κώστα Νικούλι συνεχίζεται
Έχεις ήδη αναφερθεί στη δυσκολότερη σκηνή που γυρίστηκε για τη σειρά, όταν έπρεπε να κάνετε κάποια πλάνα κάτω από περίπου ένα μέτρο χιόνι και στους -2 Βαθμούς Κελσίου. Υπήρξαν και άλλες παρόμοιες προκλήσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τις οποίες θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Ναι υπήρξαν μερικές, ωστόσο θα πρέπει να πω πως αυτό οφειλόταν κυρίως σε δύσκολες καιρικές συνθήκες και σε εξωτερικά απαιτητικά γυρίσματα.
Έχουμε λοιπόν μια σκηνή όπου ο Παΐσιος (ο τότε κατά κόσμον Αρσένιος) βρίσκεται στην σπορά με τον πατέρα του Πρόδρομο (Δημήτρης Ξανθόπουλος) τον θείο του επίσης Πρόδρομο (Δρόσος Σκώτης) και ένα γαϊδουράκι σ’ ένα χωράφι κάπου στον κάμπο της Κόνιτσας με πάρα πολλές μύγες και υπερβολική υγρασία.
Όπως μπορείς να φανταστείς, η κατάσταση ήταν δύσκολη αφού τα (ψεύτικα) γένια μου ξεκολλούσαν συνεχώς από το πρόσωπό μου λόγω της υγρασίας ενώ οι μύγες ήταν παντού. Εκείνη την ημέρα έριχνε και κατά τόπους ψιχάλες, οπότε συνέχεια σταματούσαμε και ξαναρχίζαμε. Ο λόγος ήταν ότι χάναμε το φως, αφού έμπαινε κάθε τόσο ένα σύννεφο μπροστά από τον ήλιο. Υπήρξαν και άλλες παρόμοιες προκλήσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Όλα όμως έγιναν με πολύ επαγγελματισμό απ’ όλους και έτσι τα πράματα γινόντουσαν ευκολότερα και ποιοτικότερα και αυτό φάνηκε πιστεύω και στο αποτέλεσμα το οποίο αγκάλιασε πλατιά ο κόσμος.
Σήμερα, στον απόηχο αυτής της σειράς, εισπράττεις ακόμη την αγάπη του κόσμου ως ο ηθοποιός που ερμήνευσε αυτήν την μεγάλη προσωπικότητα;
Έχω λάβει εκατοντάδες μηνύματα και έχω εισπράξει πολλή αγάπη και νιώθω πολύ ευγνώμων γι’ αυτό.
Πάμε στο σήμερα και την καινούργια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. Θες να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτήν και κυρίως, γιατί αξίζει να τη δει ο θεατής;
Η παράσταση στην οποία πρωταγωνιστώ είναι “Τα Φώτα της Πόλης” του Τσάρλι Τσάπλιν. Την πρόταση να παίξω σ’ αυτή την παράσταση την δέχτηκα από τον συνθέτη και μαέστρο της παράστασης Θοδωρή Οικονόμου που μαζί με την υπέροχη Αμάλια Μπένετ, σκηνοθέτιδα της παράστασης, σκέφτηκαν πως θα ήταν καλή ιδέα να με επιλέξουν γι αυτό το ρόλο.
Σε επίπεδο ερμηνείας, η παράσταση αυτή είναι άλλη μια απίστευτη πρόκληση για μένα, από κάθε άποψη. Πρέπει αρχικά εγώ και οι συνάδελφοι μου να καταφέρουμε να ταξιδέψουμε αιθητικά, στις αρχές του 1930 όπου και δημιουργήθηκε η ταινία. Στην περίπτωσή μου δε, ο ρόλος που έπρεπε να υποδυθώ είναι ίσως η πιο εύκολα αναγνωρίσημη φιγούρα στον πλανήτη. Γι’ αυτό, όταν μου έγινε η πρόταση να κάνω τον Τσάπλιν, δέχτηκα με περίσσιο θράσος. Είχα όμως και την στήριξη της οικογένειάς μου, των δύο μου παιδιών και της συζύγου μου, που με προέτρεψαν και με βοήθησαν να το κάνω. Που ανέχτηκαν να λείψω μακριά τους για αρκετό χρονικό διάστημα. Τους αγαπώ και τους ευχαριστώ γι’ αυτό.
Συνεργάζομαι με έναν πολύ δημιουργικό θίασο. Ανάμεσά στους ηθοποιούς και τραγουδιστές της παράστασης είναι η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ο Κώστας Μπερικόπουλος, ο Έκτορας Λυγίζος, η Υβόννη Μαλτέζου, η Σαββίνα Γιαννάτου και πολλοί άλλοι υπερταλαντούχοι άνθρωποι.
Είναι πολύ ωραίο που η Αμάλια (σκηνοθέτιδα) επιλέγει να κρατήσει σιωπηλούς τους ηθοποιούς ενός μιούζικαλ, όπως αντίστοιχα έκανε και ο Τσάπλιν με την ταινία του, που επέλεξε να συνεχίσει με βουβό έργο την ίδια ακριβώς περίοδο που γεννιέται ο ομιλών κινηματογράφος. Η πρόκληση του ηθοποιού για μένα, σ’ αυτό το έργο, ήταν ότι επειδή ακριβώς δεν ανοίγω ποτέ το στόμα μου, όλη μου ερμηνεία θα πρέπει να περιοριστεί στα εκφραστικά μου μέσα μιμούμενος παράλληλα έναν χαρακτήρα ορόσημο. Είναι μεγάλη η χαρά μας που καταλαβαίνουμε πως η παράσταση φαίνεται να έχει αγκαλιαστεί από το Αθηναϊκό κοινό.
Συνέντευξη και φωτογραφίες: Χρήστος Χατζής