Modern Love

Και μετά τι;

Έρχεται μια στιγμή στην αναζήτηση του ανθρώπου για το νόημα της ζωής, όπου κάποιος διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις.

Και όταν φτάνεις σε εκείνη τη φριχτή και αναπόφευκτη διαπίστωση, το αποδέχεσαι ή αυτοκτονείς. Ή πολύ απλά σταματάς να ψάχνεις. «Μόνο αυτό υπάρχει;», αναρωτιέται κάθε ψυχή σ’ αυτόν τον πλανήτη, πριν πέσει για ύπνο. Και μετά, όταν έρχεται το πρωί, όλοι μας ξυπνάμε και φτιάχνουμε μια κούπα καφέ. Και κάνουμε τον κόπο να ψάξουμε, επειδή τον κάνουμε. Τον κάναμε σήμερα το πρωί και θα τον ξανακάνουμε αύριο.

Για τα μεγαλύτερα ζητήματα της ζωής δεν υπάρχουν απαντήσεις. Κι αν υπάρχουν, δεν τις ξέρουμε. Άλλωστε η ζωή δεν έρχεται με εγχειρίδιο χρήσης κι αυτή είναι η γοητεία της. Μέχρι βέβαια να μάθουμε να ζούμε ουσιαστικά, κι όχι απλά να υπάρχουμε, μας παίρνει πολύ χρόνο. Τόσο, που όταν έρθει εκείνος ο καιρός, επί της ουσίας δεν μπορούμε να χαρούμε τα πάντα, διότι έχει επέλθει το γήρας. Μας λύνονται όμως βασικές απορίες, που ενίοτε μας ταλανίζουν, και έστω και για λίγο το μυαλό ηρεμεί από τις ατελείωτες σκέψεις και απορίες.


Φανταστείτε να ερχόμασταν σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, και να ξέραμε τι μας περιμένει. Να ζούσαμε σε μία μηδενική εστίαση, με ήρωες παντογνώστες. Ποιος ο λόγος να ξυπνούσαμε την επόμενη μέρα, από τη στιγμή που θα ‘χε χαθεί το όνειρο, η ελπίδα και οι προσδοκίες; Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας, με πολλές δυσκολίες, αλλά και όμορφες στιγμές, και για να τη ζήσεις μέχρι το μεδούλι, πρέπει να βιώσεις όλες τις πτυχές της. Το ξέρω, δεν είναι πάντα εύκολο και ορισμένες φορές φαντάζει άδικο στα μάτια μας να πονάμε, για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να σκάσουμε ένα χαμόγελο.

Ένα πράγμα όμως πρέπει να κρατήσουμε: Την ιστορία την γράφουμε εμείς. Κι ακόμη κι αν δεν ξέρουμε το τέλος της, μπορούμε ακόμη να διαλέξουμε τα πρόσωπα που θα είναι μέσα σ’ αυτή, ποια γεγονότα θα πρωταγωνιστήσουν, αλλά και ποια περιστατικά θα σβήσουμε από τις σελίδες της. Και ποιος ξέρει; Ίσως κάπου εκεί, μέσα στα κρυμμένα νοήματα και τις γεμάτες από μελάνι σημειώσεις, να βρίσκεται κάποια απάντηση.

Από τον Νικόλαο Μπάρδη