ΣουφΓαζέτα

Η Θλιμμένη Αφροδίτη της οδού Μπουμπουλίνας

Παλιγγενεσία σημαίνει να γεννιέται κάτι για δεύτερη φορά, να επιστρέφει στη ζωή από τον θάνατο, το χάος και την ανυπαρξία. Αναφέρεται την επάνοδο στη ζωή μετά από ένα διάστημα απραξίας. Σημαίνει ανάσταση, αναδημιουργία, αναβίωση.

Ο όρος «εθνική παλιγγενεσία» χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει την κατάληξη του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα, για να δηλώσει τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και την αναγνώρισή του από τα υπόλοιπα έθνη-κράτη. Επομένως παραπέμπει στην ελληνικότητα ως κάτι το οποίο σταμάτησε να υπάρχει όσο ο Έλληνας ήταν Ρωμιός, κάτι που επανεμφανίστηκε όταν έγινε πολίτης ανεξάρτητου κράτους. Λες και το συλλογικό αίσθημα του ανήκειν εξαρτάται αποκλειστικά  από την πολιτειακή οργάνωση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται μια τέτοια γλωσσική σύγχυση. Λίγο μετά τα εθνικά μας βαφτίσια, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, που έχει πλέον τσιμεντοποιηθεί, ο Γερμανός αρχιτέκτονας Leon Von Klenze βγάζει έναν λόγο περί ελληνικότητας και παλιγγενεσίας. Ο υλοποιητής του πρώτου αρχαιολογικού μας νόμου επιχείρησε με αυτόν τον τρόπο τη νομιμοποίηση της βασιλείας μέσα από τη σύνδεση του μονάρχη με τα υλικά λείψανα του κλασικού παρελθόντος. Ο Όθων καταφτάνει στη γη της δημοκρατίας, των μεγάλων τραγικών και του φιλοσοφικού πνεύματος και δίνει εντολή για την ανοικοδόμηση του Παρθενώνα.


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εθνικό μας όνειρο οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια της αρχαιότητας, τα οποία λειτούργησαν ως αποδεικτικά στοιχεία μιας ελληνικότητας που αναζητά τις ρίζες της μετά από 400 χρόνια ύπνου.

Ταυτόχρονα, η περιοχή του «σύγχρονου» αθηναϊκού κέντρου καθαρίστηκε από «μνημεία ανατολίτικης βαρβαρότητας» π.χ. τζαμιά, βυζαντινά τέχνεργα και οτιδήποτε θύμιζε την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Έτσι, οι Έλληνες ήρθαν αντιμέτωποι με τις προβληματικές  του ένδοξου παρελθόντος τους. Βέβαια όταν κάποιος αδύναμος (ακόμα και ένα οικονομικά αδύναμο κράτος) αναγκάζεται με βίαιο και τραυματικό τρόπο να επαναφέρει παρελθούσες μνήμες (ένδοξη αρχαιότητα) συνήθως δεν ξαναγεννιέται, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση πένθους, έχει χάσει την ικανότητα να αναγνωρίζει τον εαυτό του στο εδώ και στο τώρα.

Δεν είναι τυχαίο που ο Μάρτιος είναι ο εθνικός μας μήνας. Μπορεί να πήρε κάποιον καιρό, αλλά τον Μάρτιο του 1996 μ.Χ. δύο δήμαρχοι, της Αθήνας και της Σπάρτης, βρήκαν το κουράγιο να δώσουν τέλος στη διαμάχη με το παρελθόν τους. Κήρυξαν την επίσημη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, που είχε τελειώσει το 404 π.Χ.

Λίγο μετά το πέρας του φετινού Μαρτίου, αρκετά σπίτια στον Υμηττό δεν έχουν κατεβάσει ακόμη τις γαλανόλευκες απ’ τα μπαλκόνια τους. Εκεί που η οδός Μπουμπουλίνας συναντά την οδό Μαντώς Μαυρογένους, υπάρχει ένα μπαλκόνι με την πιο προσεγμένη σημαία. Όταν ο ήλιος πέφτει, η σημαία θυμίζει περισσότερο διαμαρτυρία ενάντια στην εντροπία της καραντίνας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σύμβολο παλιγγενεσίας, αλλά παλιγγενεσία και εγκλεισμός δεν πάνε ποτέ μαζί.

 

Διακόσια χρόνια μετά την εθνική του παλιγγενεσία, ο Έλληνας νοικοκύρης καλείται να συμφιλιωθεί με το γεγονός πως αισθάνεται ακόμα «Ελεύθερος Πολιορκημένος». Το να αισθάνεται κάποιος ελεύθερος και πολιορκημένος μαζί δεν μπορεί παρά να έχει ενδιαφέρουσες κοινωνικές εκδηλώσεις, άλλωστε το ταυτόχρονο έχει πάντα παράδοξο χαρακτήρα. Παραμένον ερώτημα, ωστόσο: Θα βρει το κουράγιο να αντιμετωπίσει αυτό το συναίσθημα;

Στον αριθμό 20 της οδού Μπουμπουλίνας μπορεί κανείς να συναντήσει την απάντηση στο δίλημμα: «παλιγγενεσία» Vs «διαχρονία της ελληνικότητας». Η θλιμμένη Αφροδίτη του ερειπωμένου σπιτιού φαίνεται σαν να διώχνει την τελευταία ακτίνα ήλιου. Ο αλλόκοτος τρόπος με τον οποίο τα απομεινάρια του παρελθόντος συνεχίζουν να εντάσσονται στην καθημερινότητα, απ’ την εποχή του Όθωνα μέχρι τη δική μας, φανερώνει την ιστορική μας ενσυναίσθηση.

 

Στην οδό Ερεχθείου, στο Κουκάκι υπάρχει ένα κλειστό κατάστημα ειδών «λαϊκής  τέχνης». Στα σκονισμένα ράφια της βιτρίνας του μπορεί κανείς να συναντήσει μερικές ακόμα θλιμμένες Αφροδίτες. Για τον Ευάγγελο Παπανούτσο ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα κάποιου να βυθίζεται στα εξωτερικά αντικείμενα, να προβάλλεται και να διαχέεται μέσα από αυτά, να τα ζωντανεύει και να τα εμψυχώνει. Έτσι τα αγάλματα της κλασικής εποχής, όπως και οι σημαίες, αποτελούν πολιτισμικά τεκμήρια και υλικές αποδείξεις της ιστορικής μας ενσυναίσθησης.

Το αίσθημα της ελληνικότητας αποκαλύπτεται από τον τρόπο που μεταχειριζόμαστε το συμβολικό κεφάλαιο, τα συλλογικά τραύματα, το πολιτισμικό μας βίωμα, στοιχεία που βρίσκονται υπό διαρκή διαμόρφωση. Πρακτικές όπως η τσιμεντοποίηση των μνημείων, η εξίσωση του πολιτισμού με τον τουρισμό, η αδιαφορία για την επιβίωση των εργαζόμενων στον πολιτισμό,  λειτουργούν ως εξωγλωσσική μετάφραση του «μας ανήκει ο τόπος, όχι οι μνήμες του». Ενταγμένες  στη συνθήκη της πανδημίας, η σημαία στο μπαλκόνι της οδού Μαυρογένους και η θλιμμένη Αφροδίτη της οδού Μπουμπουλίνας, θα μπορούσαν να σημαίνουν : «μας ανήκουν οι μνήμες και όχι ο τόπος».

Από τη Χριστίνα Μαργιώτη