Το κορίτσι-σαμουράι…
Στα δοκίμιά του για τον Μπωντλαίρ, ο Γουόλτερ Μπέντζαμιν εγκαινιάζει τις φιγούρες του flaneur και του ρακοσυλλέκτη, ως εργαλεία για την κοινωνιολογική παρατήρηση. Ο flaneur είναι ο πλάνητας, ο περιπλανώμενος, εκείνος που περπατά στους δρόμους της πόλης και παρατηρεί προκειμένου να την αναλύσει και να την καταλάβει. Ο ρακοσυλλέκτης είναι εκείνος που μαζεύει αυτά που οι άλλοι πετούν, τα κοινωνικά απορρίμματα. Είναι εκείνος που εκτιμά διαφορετικά τη χρησιμότητα. Συνδυάζοντας τη λειτουργία αυτών των φιγούρων με την τεχνική του μοντάζ, ο Μπέντζαμιν προτείνει μια νέα κοινωνιολογική θεώρηση για την κατανόηση της εξεγερσιακής κατάστασης των υποκειμένων της εποχής του απέναντι στο επισφαλές μέλλον που τους επιφυλάσσει το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Αντιμετωπίζει τον χρόνο ως φωτογράφο. Αποκαλύπτει έτσι εικόνες φαινομενικά ασήμαντες, θαμμένες κάτω από το αστικό Είναι. Με εργαλείο την παρατήρηση μετατρέπει τα αρνητικά των φωτογραφιών σε θετικά, φωτίζοντας τα σκοτεινά σημεία και αναδεικνύοντας τη μελαγχολία των φωτεινών περιοχών. Μέσα από μια ιδιότυπη τεχνική επιλογής και σύνθεσης εικόνων (μοντάζ) προκύπτουν πρωτότυπες και αληθινές ιστορίες με αντιστραμμένα σημαινόμενα και σημαίνοντα.
Στην πλατεία Μερκούρη στα Πετράλωνα, μια παρέα εξάχρονων αγοριών ξιφομαχεί. Λίγο παραδίπλα στέκεται η κόρη του μπακάλη, μελαχρινή με κατάλευκο δέρμα, κόκκινα λουστρίνια και ένα φόρεμα που της πέφτει λιγάκι μακρύ. Έχει την ίδια ηλικία με τα υπόλοιπα παιδιά. Φαίνεται κάπως σκεπτική και κοιτά παρακλητικά τη μητέρα της. Εκείνη της λέει πολύ σοβαρά: «Δεν παίζουμε αν δεν μας προσκαλέσουν».
Ένας πελάτης μπαίνει στο μαγαζί και το μικρό κορίτσι αρπάζει την ευκαιρία. Μαζί με την ευκαιρία αρπάζει και ένα παρατημένο σκουπόξυλο και ξεχύνεται στην πλατεία. Κινείται σαν αυτόφωτος πλανήτης. Γύρω της παρασύρονται τα αγόρια. Τους κατατροπώνει. Το σπαθί της είναι πιο ελαφρύ απ’ το δικό τους και οι κινήσεις της πιο λεγκάτες και ευέλικτες. Οι αντίπαλοι, η πλατεία, η πόλη, τα πάντα της ανήκουν. Το σκηνικό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εξωγλωσσική απάντηση στις νουθεσίες των ενηλίκων: «Παίζουμε όταν μας αρέσει».
Τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα, στη φεουδαρχική Ιαπωνία, μια ομάδα γυναικών εμφανίζεται για να ανατρέψει τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους. Πρόκειται για τις Onna-bugeisha, τις αριστοκράτισσες πολεμίστριες. Εκπαιδεύονται στην τέχνη του tantojutsu και στη χρήση ειδικά σχεδιασμένων όπλων (Naginata) που τους επιτρέπουν καλύτερη ισορροπία. Πολεμούν στα πλαίσια ίδιων προτύπων και καθηκόντων με τους άντρες samurai, είναι εξίσου θαρραλέες και ισχυρές. Εξασφαλίζουν προστασία στις κοινότητες που δεν είχαν άντρες. Χρησιμοποιούν τις ικανότητές τους για να εμπνεύσουν οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στην προκλασική Ιαπωνία. Ο πολεμικός εξοπλισμός, τα κιμονό, τα σκούρα μαλλιά και η λευκή τους επιδερμίδα, θυμίζουν την κόρη του μπακάλη, που στην πραγματικότητα είναι περισσότερο κυρίαρχη του εαυτού της και του παιχνιδιού, παρά κόρη του πατέρα της.
Από τη Χριστίνα Μαργιώτη
Κεντρική εικόνα: Women fighting the Imperial army during the Subjugation of Kagoshima in Sasshu (Satsuma), by Yoshitoshi, 1877