Σε πρόσφατο άρθρο του, το Bloomberg ασχολείται με την αθηναϊκή πολυκατοικία, παρουσιάζοντάς τη κατά βάση ως ένα επιτυχημένο οικιστικό μοντέλο για την πόλη, που τελικά λειτούργησε… κατά λάθος.
Ο συντάκτης του άρθρου, Feargus O’Sullivan, περιγράφει ακριβώς τη μορφή που έχει μια τυπική πολυκατοικία (για την οποία μάλιστα δίνει και οδηγίες προφοράς), παρουσιάζει την ιστορία της ιδέας και αναλύει πώς επηρέασε τελικά τη ζωή στην πόλη η ιλιγγιώδης ανάπτυξή της χάρη στην αντιπαροχή.
Κατ’ αρχάς διευκρινίζει ότι αυτά τα τσιμεντένια διαμερίσματα με τα μπαλκόνια χτίστηκαν με σκοπό να καλύψουν γρήγορα και οικονομικά τις οικιστικές ανάγκες της Αθήνας, ωστόσο τελικά άντεξαν μέσα στον χρόνο.
Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, οι τυπικές αθηναϊκές πολυκατοικίες δε μοιάζουν να είναι η απάντηση στα αστικά προβλήματα: χτισμένες γρήγορα και φτηνά, κυρίως στο διάστημα μεταξύ των δεκαετιών του 1950 και του 1980, έτσι όπως παρατάσσονται η μία δίπλα στην άλλη με τα ατέλεειωτα μέτρα μπαλκονιού στη σειρά, δίνουν στην πόλη μια εντυπωσιακή ομοιομορφία. Και μπορεί να μην έχουν την αίγλη των νεοκλασικών κτιρίων που θαυμάζουμε σήμερα, ωστόσο τελικά βοήθησαν να αναπτυχθεί μια πόλη ζωντανή, με ισχυρή κοινωνική ενσωμάτωση και, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, με προσιτές οικονομικά, αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής. Και όμως, όλα αυτά συνέβησαν τυχαία.
Για να το εξηγήσει, ο συντάκτης κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή, εξηγώντας την ιδέα της αντιπαροχής: οι πολυκατοικίες άρχισαν να εξαπλώνονται τη δεκαετία του ’50, τότε που συνέρρεαν στην Αθήνα για μια καλύτερη τύχη οι άνθρωποι μιας κατεστραμμένης από τον Εμφύλιο επαρχίας. Οι νέοι Αθηναίοι χρειάζονταν, φυσικά, κάπου να μείνουν. Ούτε το κράτος είχε όμως πόρους για να χρηματοδοτήσει κρατικές οικιστικές λύσεις, ούτε οι τράπεζες έδιναν δάνεια.
Έτσι, όπως εξηγεί ο Πάνος Δραγώνας, αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, η αντιπαροχή ήρθε ως μια αυτοσχέδια ρυθμιστική λύση, μέσω ενός συστήματος «quid pro quo»: οι ιδιοκτήτες οικοπέδων έδιναν τη γη τους με αντάλλαγμα διαμερίσματα. Το κράτος δεν παρενέβαινε με νόμους σε αυτές τις συμφωνίες, αν και κάποια στιγμή πρόσφερε κίνητρα οικοδόμησης με φοροαπαλλαγές.
Η μορφή που είχαν αυτά τα νέα κτίσματα οφείλεται καθαρά στην ανάγκη να διατηρηθεί το κόστος χαμηλό. Υιοθετήθηκε το μοντερνιστικό μοντέλο κατασκευής Dom-Ino, που είχε αναπτύξει ο Le Corbusier, όπου χρησιμοποιούνταν κολώνες από μπετόν. Και, αν και η κατασκευή τους γινόταν βιομηχανικά, έτσι όπως είναι κολλημένα το ένα με το άλλο, υψωμένα σε διαφορετικά επίπεδα η καθεμία, δημιουργείται τελικά στις γειτονιές μια κάπως άναρχη εικόνα.
Τελικά, τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών πρόσφεραν ένα σχετικά άνετο επίπεδο διαβίωσης, με χαρακτηριστικό τους τα μπαλκόνια που τυλίγουν τα κτίσματα και μπορούν να φιλοξενήσουν ακόμα και το γεύμα μιας ολόκληρης οικογένειας. Μάλιστα, καθώς το κράτος έβαλε κάποιους όρους στον σχεδιασμό τους, που δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη ενός πλήρους διαμερίσματος πάνω από τον έκτο όροφο, τελικά δημουργήθηκε στην Αθήνα αυτό το χαρακτηριστικό τοπίο με τις ταράτσες και τα φαρδιά μπαλκόνια των ρετιρέ.
Αυτή η ποικιλία διαφορετικών διαμερισμάτων μέσα στο ίδιο κτίριο σήμαινε όμως και «κοινωνική ποικιλία», σημειώνει ο κ. Δραγώνας. Οι πιο εύποροι ζούσαν στους επάνω ορόφους, οι άνθρωποι που μόλις είχαν έρθει από την επαρχία στους κάτω, οι φτωχοί φοιτητές στα υπόγεια. Αυτού του είδους η κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση βοήθησε να αποφευχθεί η οριζόντια. Δεν υπήρχαν αποκλειστικά πλούσιες ή φτωχές γειτονιές με πολυκατοικίες, καθώς σε καθεμιά ζούσαν τόσο πλουσιότεροι όσο και φτωχότεροι.
Το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που επισημαίνεται είναι ότι, επιπλέον, τότε αλλά μέχρι και σήμερα, οι πολυκατοικίες δεν είχαν χρήση αποκλειστικά οικιστική. Γραφεία, ιατρεία, μικρά εργαστήρια και καταστήματα συνυπάρχουν μέχρι και σήμερα με τις κατοικίες. Αυτό ήταν «μια ακύρωση όλων των προβλημάτων του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού, κατά λάθος. Κανείς δεν το ειχε σκεφτεί, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια φανταστική μίξη χρήσεων μέσα σε ένα κτίριο μικρής κλίμακας. Γι΄αυτό οι δρόμοι της Αθήνας έχουν υπέροχα επίπεδα ζωής όλη μέρα, όλη νύχτα, όλη την εβδομάδα», σημειώνει ο κ. Δραγώνας.
Στο άρθρο εντοπίζονται και τα μειονεκτήματα που στοιχειώνουν μέχρι σήμερα τους ενοικιαστές των διαμερισμάτων. Κακοτεχνίες στα υδραυλικά, μικρά και λίγα παράθυρα, θεοσκότεινες κουζίνες που βλέπουν μόνο στο πηγάδι του φωταγωγού. Ωστόσο, σημειώνεται ότι, λόγω της ελληνικής ζέστης, ήταν πιο σημαντικό να κρατήσεις τον καύσωνα έξω παρά να φέρεις το φως μέσα.
Επιπλέον, η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, έφερε στην επιφάνεια και το πρόβλημα της κεντρικής θέρμανσης που, αν και προοδευτική για την εποχή της, αφήνει τώρα τα σπίτια παγωμένα, καθώς πάρα πολλοί κάτοικοι αδυνατούν να πληρώσουν τα κοινόχρηστα. Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς μέσα σε μια πολυκατοικία συνυπάρχουν πάρα πόλλοι ιδιοκτήτες, οποιαδήποτε απόφαση για ανακαίνιση ή οποιαδήποτε αλλαγή είναι σχεδόν αδύνατη…
Το άρθρο καταλήγει με μια κάπως ρομαντική συνολική εικόνα για το τι προσφέρει η πολυκατοικία στην πόλη, που ίσως ένας Αθηναίος κάτοικος διαμερίσματος να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει. Μιλά για τη ζωντάνια που δίνει στις γειτονιές, με τις οικογένειες να μαζεύνται στα μπαλκόνια, από κάτω ο κόσμος να χαλαρώνει στις καφετέριες, κάτω από τις νεραντζιές, ενώ η ζωή ποτέ δε σταματά, όσο ο κόσμος πηγαινοέρχεται στις διάφορες μικρές επιχειρήσεις.
Δεν είναι πολλές οι ευρωπαϊκές πόλεις που δίνουν αυτήν τη φιλόξενη ζωντανή αίσθηση, με τα κτίρια να αποπνέουν συγχρόνως μια αίσθηση ζωντάνιας και χαλαρότητας, όπου συνυπάρχουν το νεό και το παλιό, συμπαραίνει ο συντάκτης.
Ισως πρέπει να δούμε τις πολυκατοικίες με άλλο μάτι, τελικά;