O Karlheinz Weinberger γεννήθηκε στη Ζυρίχη το 1921, έμεινε όλη τη ζωή του στο διαμέρισμα όπου μεγάλωσε και εργάστηκε για περισσότερα από 30 χρόνια ως υπάλληλος του τοπικού εργοστασίου.
Στο καλλιτεχνικό του έργο, ο αυτοδίδακτος φωτογράφος δεν είχε καμία σχέση με την ήσυχη καθημερινότητά του. Άφησε ελεύθερο το ταλέντο του και τα φωτογραφικά πορτρέτα του ήρθαν στο φως μετά το θάνατό του, το 2006. Από τότε το έργο του έχει φιλοξενηθεί στο The Photographer’s Gallery στο Λονδίνο και στο Swiss Institute της Νέας Υόρκης.
Ο Weinberger ξεκίνησε να φωτογραφίζει από την εφηβεία όταν και έγινε μέλος του φωτογραφικού συλλόγου Bund der Naturfreunde ενώ όταν ενηλικιώθηκε αφιέρωσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στη μεγάλη του αγάπη. Σε μια συνέντευξή του στα 00s είχε δηλώσει πως η πραγματική του ζωή ξεκινούσε το βράδυ της Παρασκευής και τελείωνε το πρωί της Δευτέρας.
O Weinberger φωτογράφιζε νεαρούς εφήβους της ομάδας Halbstarken οι οποίοι ήταν ντυμένοι όπως ακριβώς στα είδωλά τους στην Αμερική εκείνης της περιόδου: Elvis Presley, Marlon Brando και James Dean, αντιπροσωπεύοντας ένα είδος αντίστασης ενάντια στην καταπιεστική μεταπολεμική νοοτροπία που είχε κυριαρχήσει.
Ο Weinberger φωτογράφιζε στους δρόμους της Ζυρίχης, στο διαμέρισμα της μητέρας του ή σε δημόσια πάρκα. Οι εικόνες του μεταφέρουν μια βαθιά περιέργεια και ένα είδος θαυμασμού για την τολμηρή, υπερ-στυλιζαρισμένη εμφάνισή τους: σκισμένο denim, αυτοσχέδια φερμουάρ, αλυσίδες και μενταγιόν, πολλές ζώνες, μπότες και σακάκια συμμοριών.
Ο σκηνοθέτης John Waters, έχει δηλώσει μεγάλος οπαδός του έργου του Ελβετού φωτογράφου. Σε συνέντευξή του στο The Fader είχε πει: «ήταν μια λατρεία μόδας κατά κάποιο τρόπο, συγκαλυμμένη ως συμμορία. Υπήρχε αυτή η μικρή ομάδα ανθρώπων και ευχαριστούμε τον Θεό Weinberger, γιατί πραγματικά χρειαζόταν κάποιος να τους παρατηρήσει».
Στην πορεία ο Weinberger επικεντρώθηκε στους μοτοσικλετιστές του club Hells Angels, παρακολούθησε τα πάρτι και τις συγκεντρώσεις τους. Εργάστηκε επίσης για το Der Kreis, ένα underground gay περιοδικό που κυκλοφορούσε από το 1932 μέχρι το 1967, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Jim».