Interviews

O Μιχάλης Σαράντης πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι αυτονόητο τα όνειρα να πραγματοποιούνται

Πώς είναι να πραγματοποιούνται τα όνειρά σου; Ο ηθοποιός Μιχάλης Σαράντης, στο περιθώριο δύο εκ των πιο δυνατών παραστάσεων της σεζόν, μιλά για τη συγκίνηση με την οποία τον ανταμείβουν οι συνεργασίες του και η δουλειά του, όχι μόνο αποδεικνύοντας ότι ένα όνειρο μπορεί να ξεφύγει από τη σφαίρα της φαντασίας, αλλά και θυμίζοντάς μας ότι αυτή η δυνατότητα θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη.

Πόσους ρόλους μπορεί να παίξει ένας ηθοποιός σε μια θεατρική σεζόν; Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, πόσους ρόλους μπορεί να υποδυθεί ένας ηθοποιός μεσα σε δύο μέρες; Στην περίπτωση του Μιχάλη Σαράντη, η απάντηση είναι, πολλούς. Γιατί ο Μιχάλης ενσαρκώνει μόνος του στη σκηνή τους βασικότερους ομηρικούς ήρωες, συν γυναιξί και τέκνοις, στο πρωτοποριακό ανέβασμα του Αίαντα του Σοφοκλή – και μέχρι πριν λίγο καιρό, μεταμορφωνόταν στο μεταξύ και στον σαιξπηρικό Πουκ, στην πετυχημένη παράσταση των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας. Στον Αίαντα, λοιπόν, μόνος ηθοποιός είναι ο ίδιος, ενώ επί σκηνής τον συντροφεύει με την παρουσία και τα έργα που δημιουργεί, όσο παίζει, ο ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς.

Πώς βιώνει αυτήν την εντυπωσιακή εναλλαγή των ρόλων; «Το βιώνω πολύ ωραία και πολύ ζεστά, έχω προπονηθεί πολύ, ώστε να μπορώ να αντεπεξέλθω. Είναι λίγο κουραστικές οι παραστάσεις και οι δύο, οπότε απαιτείται προπόνηση, ψυχική και σωματική. Μέσα στη μέρα προσπαθώ να είμαι και ήρεμος και συγκεντρωμένος, ειδικά για τον Αίαντα, που είναι μόνο δύο άτομα, αλλά δεν το βιώνω κάπως ιδιαίτερα. Είναι η δουλειά μου, προσπαθώ και προπονούμαι για να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα.» Και εξηγεί ότι δεν πρέπει «να μας γειώνει η λέξη δουλειά», όσο και αν από το θέατρο βιοπορίζεται, καθώς δε διαχωρίζει τη δουλειά από τη ζωή, αφού «είναι μια δουλειά που έχει να κάνει πολύ με τη ζωή την ίδια». Γιατί αυτό είναι οι ιστορίες που αφηγείται από σκηνής και αναγνωρίζει την ευθύνη που κουβαλά ο ρόλος του ηθοποιού, να καλύπτει αυτήν την ανάγκη των ανθρώπων να ακούν ιστορίες, «να συν-κινούνται, να πηγαίνουν μια βόλτα μαζί σου. Είναι ευθύνη.»


Πώς κατάλαβε, λοιπόν, ότι η υποκριτική, που «είναι και δεν είναι δουλειά», είναι αυτό που θέλει να κάνει; «Προέκυψε. Δεν ήξερα ως παιδί τι ήθελα να κάνω, πράγμα που θεωρώ εκ των υστέρων πολύ σωστό. Θεωρώ τη μεγαλύτερη παγίδα να είσαι 18 και να ξέρεις τι θα κάνεις. Όταν τέλειωσα το σχολείο, τα πράγματα προέκυψαν μέσα απο την επαφή μου με δύο ζωγράφους, τον Αποστόλη Χαντζαρά και τον Νίκο Κυριακόπουλο. Αυτοί οι άνθρωποι με έβαλαν στον κόσμο της τέχνης. Έπαιζα και στο σχολείο θεατρικά, άρχισα να διαβάζω, άρχισα να αποδέχομαι ότι είμαι ευαίσθητος άνθρωπος. Πήγα σε δραματική σχολή, μετά πήγα σε μια άλλη, άρχισα να δουλεύω από νωρίς και μέσα στη δουλειά έμαθα.» Και παραδέχεται ότι πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι του αρέσει αυτός ο χώρος, χάρη και στις «φανταστικές σπουδές της δραματικής. Ανοίγει ένα ολόκληρο σύμπαν ξαφνικά…»

«Καμιά φορά δεν καταλαβαίνεις και τι σε γοητεύει στα πράγματα, απλώς σε τραβάνε σαν μαγνήτης.»

Από κει και πέρα, ξεκινά μια εντυπωσιακή θεατρική πορεία, που υπογραμμίζει η διάκρισή του, το 2015, με το βραβείο Δημήτρης Χορν. Είναι, ωστόσο, αναζωογονητικό το πώς ισορροπεί στην πραγματικότητα, αποδεικνύοντας ότι μπορεί κανείς να αποφεύγει τα δίπολα: η υποκριτική είναι η δουλειά του, χάρη στην οποία ζει, αλλά είναι και μία ύψιστη πηγή συγκίνησης γι’ αυτόν. Αυτό δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι, για παράδειγμα, και στις δύο παραστάσεις που παίζει αυτήν την περίοδο «ευχαριστιέμαι πολύ. Είμαι χαρούμενος και για τις δύο». Οφείλεται και στο ότι από την αρχή της καριέρας του «προέκυψε με κάποιον τρόπο να δουλεύω πάντα υπό ζεστές συνθήκες και με ανθρώπους που τους νιώθω πολύ κοντά μου και πολύ οικεία, με ανθρώπους που εκτιμώ και θαυμάζω». Αυτό συμβαίνει και με τους Αιμίλιο Χειλάκη και Αθηνά Μαξίμου, και με τον παραγωγό Μάριο Τάγαρη, και φυσικά με τον Γιώργο Νανούρη και τον Απόστολο Χαντζαρά στον Αίαντα, ο οποίος ουσιαστικά είναι ένα όνειρο τεσσάρων χρόνων που έγινε φέτος πραγματικότητα. «Είναι κυκλωμένο από παντού με ζεστασιά αυτό που κάνουμε φέτος», λέει.

Μιλά, λοιπόν, ο Μιχάλης Σαράντης για τη «ζεστασιά» στις συνεργασίες του και για τη συγκίνησή του να συνεργάζεται με έναν από τους καλύτερούς του φίλους σε ένα project σαν τον Αίαντα, αλλά αρνείται ότι αντιμετωπίζει αυτήν την πραγματικότητα ρομαντικά: «Όχι, δεν είναι ρομαντικό, θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο, οι άνθρωποι να κάνουν όνειρα και σχέδια και να τα κάνουν πράξη. Πόσο συχνά ακούς να συμβαίνει να ονειρεύεται κανείς με τους φίλους του πράγματα και να τα κάνει πραγματικότητα; Το βρίσκω συγκινητικό.»

Δεν ήταν λοιπόν κάποια εμμονή με τον χαρακτήρα του Αίαντα αυτό που τον ώθησε στην επιλογή αυτής της τραγωδίας, ήταν ο συνδυασμός της γοητείας που του ασκούσε το έργο του Σοφοκλή και της λαχτάρας του να το παρουσιάσει σε συνεργασία με τον ζωγράφο φίλο του. «Καμιά φορά δεν καταλαβαίνεις και τι σε γοητεύει στα πράγματα, απλώς σε τραβάνε σαν μαγνήτης», λέει για το έργο, από το οποίο «περνάνε όλοι οι Ατρείδες, οι Αχαιοί και το μισό ομηρικό έπος, αλλά θα το μίκρυνα αν έλεγα ότι μόνο γι’ αυτό το κάνω». Γιατί μερικές φορές το θέμα είναι και με ποιους κάνεις τα πράγματα, εξηγεί, καθώς περιγράφει την ημέρα που είδε στο ατελιέ του τον Αποστόλη Χαντζαρά να ζωγραφίζει επιτόπου τον Αίαντα, όσο ο ίδιος του μιλούσε για το αγαπημένο του έργο. «Έπαθα σοκ και σκέφτηκα, αυτήν την ομορφιά που είδα εγώ τώρα, θέλω να τη δει και άλλος κόσμος. Αυτό με γοήτευσε πιο πολύ. Η ανάγκη μου να κάνω ένα κομμάτι της ζωής μου, παράσταση».

Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν ένα όνειρο πραγματοποιείται; «Η ζωή είναι ανοιχτή, δεν ξέρεις τι προκύπτει και πώς, δεν μπορείς να τα προβλέπεις όλα, άπαξ και την έβαλες τη σπίθα, θα δεις τι θα κάνει, μόνο του πια.» Ούτε μπορεί να μιλήσει για κάποιο επόμενο όνειρο, λέγοντας ότι το πιο ουσιαστικό είναι «να είμαι καλά, να είναι και οι άνθρωποι που αγαπώ καλά και να κάνουμε πράγματα που γουστάρουμε». Τα οποία φυσικά δεν περιλαμβάνουν μόνο θέατρο – αν και πραδέχεται ότι έχει κάποια αδυναμία στο σανίδι. Ωστόσο, «λατρεύω και το σινεμά, θα ήθελα, αν προκύψει, να μπορέσω να αφεθώ, λόγου χάρη για δύο χρόνια και να κάνω ταινίες. Μου αρέσει και η τηλεόραση, δε σνομπάρω κάποιο μέσο. Το θέμα είσαι εσύ, όπου και αν είσαι, εσύ δίνεις αξία στα πράγματα».

Η παράσταση «Αίας του Σοφοκλή» παίζεται στο Θέατρο Βεάκη έως 24 Μαρτίου.


Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης

Συνέντευξη: Ελένη Φιλιππίδου