O Γιάννης από τον Ιανουάριο του 2013 ανέλαβε την μπάρα του Osterman, ενός εκ των πιο hyped bars της Αθήνας. Eίναι εισηγητής στη σχολή Le Monde, ιδιοκτήτης, αρχισυντάκτης και ο κύριος αρθρογράφος του BitterBooze.com. Δεν κρύβει πως κάποια στιγμή θα ήθελε να ασχοληθεί με την ραδιοφωνική παραγωγή, το μεγάλο του όνειρο. Αν δεν ήταν μπάρμαν θα ήθελε να είναι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Πίτερ Σέλλερς, ο Τρυφό, ο Καντίνσκι ή οι Μόντι Πάιθον.
-Από τα ονόματα που ακόμη κι αν δεν σε έχει γνωρίσει κάποιος, σίγουρα θα ακούσει δίπλα στις λέξεις «cocktail» και «Αθήνα» είναι το δικό σου. Πώς αισθάνεσαι γι αυτό;
Ασχολούμαι με την έννοια της λέξης «cocktail» συνέχεια και όπως προ-είπα σε διάφορα επίπεδα. Επίσης, καθημερινά γνωρίζω πάρα πολύ κόσμο, επικοινωνιακός γαρ, και νομίζω πως επιβεβαιώνω συνέχεια την αποτελεσματικότητα του όρου mouth to mouth advertisting. Φυσικά και αισθάνομαι χαρούμενος και δικαιωμένος για τις ατελείωτες ώρες δουλειάς, έρευνας, γραψίματος, κτλ.
-Πόσα χρόνια ασχολείσαι με το mixology και γενικά πόσο καιρό μετράς πίσω από τη μπάρα;
Βρίσκομαι από το 1999 στον επισιτιστικό κλάδο, περνώντας από όλες σχεδόν τις θέσεις αυτού. Αυτό που αποκαλείτε εσείς mixology δεν μετρά και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, με το μεγάλο boom να συντελείται μόνο τα τελευταία 3-4 χρόνια. Φυσικά και πριν 7-8 χρόνια αναμείγνυα «καμικάζι», «Β52» και άλλα πολύχρωμα κοκτέιλ της δεκαετίας του 80 με όχι και τόσο ευφάνταστα ονόματα, αλλά εκείνη η εποχή έχει περάσει ευτυχώς ανεπιστρεπτί και το μόνο που έχω να θυμάμαι είναι μερικούς καλούς συνεργάτες.
-Ήταν κάτι που πάντα σε έλκυε; Ένα επάγγελμα που ονειρευόσουν να ακολουθήσεις ή προέκυψε;
Το bartending ήταν μία γκόμενα που πάντα με ήθελε και εγώ της έκανα τον δύσκολο. Η πρώτη μου δουλειά ήταν σαν μπάρμαν-σερβιτόρος σε συνοικιακό μπαράκι όταν και την γνώρισα. Κάποια στιγμή την άφησα γιατί δεν την ήθελαν οι γονείς μου και τελικά με τύλιξε στα δίκτυα της. Φοβάμαι την ώρα που θα περάσω την κρίση γάμου και θα θελήσω να πάω με άλλη γκόμενα-επάγγελμα.
-Τι κάνει ξεχωριστό για σένα ένα cocktail;
Σιχαίνομαι τις mainstream γεύσεις και κοκτέιλ. Αυτά δηλαδή που είναι flat χωρίς να σου προσφέρουν συγκινήσεις. Μου αρέσει να φτιάχνω κοκτέιλ που κάποιος είτε θα λατρέψει είτε θα μισήσει. Από εκεί και πέρα, σε έναν κατάλογο φυσικά πρέπει να υπάρχουν και τα επονομαζόμενα crowd-pleasing κοκτέιλ, γιατί ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν φτιάχνεις ποτά για τον εαυτό σου αλλά για τους πελάτες σου.
-Έχεις δημιουργήσει ένα blog το οποίο έχει πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα. To bitterbooze.com. Τι θέλεις να προβάλεις μέσα από τη σελίδα σου;
Στο bitterbooze.com προβάλλεται οτιδήποτε έχει έστω και την παραμικρή σχέση με το αλκοόλ. Επιστημονικά άρθρα, λογοτεχνικά αλκοολικά κείμενα, συμβουλευτικοί σχολιασμοί, καλύψεις διαγωνισμών, φωτογραφικά ρεπορτάζ, κτλ.
-Το blog είναι κάτι που κάνεις μόνος; Θα το αφήσεις στα πλαίσια του blog ή σκοπός είναι να το εξελίξεις σε κάτι πιο ευρύ;
Όπως λένε ότι συμβαίνει με τους πετυχημένους άνδρες και τις γυναίκες τους έτσι και στην δικιά μου περίπτωση υπάρχει πίσω από όλο αυτό το διαδικτυακό οικοδόμημα ο ακούραστος φίλος μου και επαγγελματίας web developer, Γιώργος Τσιμένης. Από εκεί και πέρα χρωστώ ευγνωμοσύνη στους εξίσου καλούς μου φίλους Κατερίνα Πασπαλιάρη και Θύμιο Βούλγαρη αφού με έχουν βοηθήσει στο φωτογραφικό κομμάτι της σελίδας έχοντας σαν όπλο το ξίφος-φωτογραφική μηχανή τους. Τέλος, κατά καιρούς έχουν γράψει διάφορα άρθρα σαν καλεσμένοι οι: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, Γιώργος Μυζάλης, Απόστολος Παπαδόπουλος και Αχιλλέας Αναστασόπουλος. Φυσικά και ήταν τιμή μου που έγραψαν στη σελίδα μου. Τώρα, όσο αφορά τα μελλοντικά μου σχέδια, νομίζω πως είναι το μοναδικό πράγμα στη ζωή μου που προχωράει με πολύ αργά και σταθερά βήματα προς τα εμπρός. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον και λέω να το προχωρήσω όπως έρθει.
-Εκτός από το ποτό, φαίνεται να σε απασχολεί ιδιαίτερα το στυλ σου το οποίο φέρει έντονα στοιχεία από τη δεκαετία του ’60. Πώς θα χαρακτήριζες το στυλ σου;
Ναι, πιστεύω πολύ στο προσωπικό στιλ του καθενός και στο κατά πόσο μπορούμε να το υποστηρίζουμε. Το στιλ μου έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς γοητευτικά εκκεντρικό, ανεπιτήδευτα βίντατζ και μεταμοντέρνα σνομπ. Ότι κι αν ισχύει από αυτά εγώ φροντίζω να το παραλλάζω κάθε λίγο και λιγάκι κινούμενος μεταξύ των δεκαετιών 30 και 60.
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου ποτό και γενικά ποια είναι η σχέση σου με το αλκοόλ;
Μου αρέσει πολύ το αμερικάνικο και το ιρλανδέζικο ουίσκι, τα απεριτίφ κρασιά, τα ενισχυμένα κρασιά σέρι και τα ιταλικά αμάρο. Στο αλκοόλ συμπεριφέρομαι όπως στο φαγητό και πίνω διαφορετικά πράγματα ανάλογα τη στιγμή και την περίσταση: κάτι απεριτίφ πριν το φαγητό, μπίρα ή κρασί με το φαγητό, κάτι χωνευτικό μετά, σαμπάνια, πολλά κοκτέιλ για όλες τις ώρες, nightcaps για να κλείσω τη βραδιά, κτλ.
-Ποιο είναι το πιο άχαρο κομμάτι της δουλειάς σου;
Το να πρέπει να εξυπηρετήσεις μαζικά κόσμο χωρίς να μπορείς να το κάνεις με την ποιότητα που εσύ θέλεις.
-Πες μας κάτι που δεν θα μαντεύαμε ποτέ για σένα.
Έχω μία πολύ μεγάλη συλλογή με κάκτους και ορχιδέες. Επίσης έχω φοβία με τις μπανιέρες. Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι όπως επίσης και ο μεγαλύτερος εν Ελλάδι φαν του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
-Πρότεινέ μας το ιδανικό cocktail του καλοκαιριού. Γιατί επιλέγεις αυτό το ποτό;
Το ιδανικό κοκτέιλ για φέτος το καλοκαίρι είναι το Spam-a-lot punch που επηρεασμένο από την πολυνησιακή (Tiki) κουλτούρα συνδυάζει δύο διαφορετικά ρούμια(από τη Βραζιλία και το Τρινινταντ) με τον ανανά, το πικραμύγδαλο, την κανέλλα, χυμούς από λάιμ και λεμόνι και την σπιτική μαρμελάδα τριαντάφυλλο. Έχει πάρει το όνομα του από το ομώνυμο μιούζικαλ που βασίστηκε στην ταινία των Μόντι Πάιθον ‘’Monty Python and the Holy Grail’’.
Το Γιάννη θα τον βρείτε στο Osterman Bar & Dining Room
Άρθρα του, περιπέτειες και νέα γύρω από το ποτό, υπάρχουν πάντα άφθονα στο bitterbooze.com
Συνέντευξη: Νέλλυ Σκουφάτογλου
Φωτογραφίες: Aleksa Chrysidi