Well Being

Ειδικοί εξηγούν γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν πολύ εύκολα γνώμη

Σωστή ή λανθασμένη είναι γνωστό ότι κάθε άνθρωπος σε αυτή τη γη έχει την προσωπική του άποψη επί παντός επιστητού. Ωστόσο, όσο άκαμπτοι και αν είμαστε πολλές φορές, έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι αλλάζουν πολύ συχνά άποψη ακόμη και όσον αφορά τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Επί πολλές δεκαετίες, έρευνες έδειχναν ότι οι άνθρωποι συνήθιζαν να ψάχνουν και να συγκρατούν οτιδήποτε επιβεβαίωνε τις απόψεις τους. Παραδείγματος χάρη, εάν σας αρέσει το κρασί είναι πιο πιθανό να συγκρατήσετε μία έρευνα η οποία θα επιβεβαίωνε πως το αλκοόλ περιλαμβάνει κάποια οφέλη για τον οργανισμό, παρά μία έρευνα η οποία θα επικεντρωνόταν στους κινδύνους και τα μειονεκτήματα του αλκοόλ.

Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι ο εγκέφαλος μας τείνει να επεξεργάζεται γρηγορότερα απόψεις με τις οποίες είμαστε σύμφωνοι. Πειράματα, επίσης, έχουν δείξει ότι αν δώσετε σε ένα άτομο να διαβάσει μία πρόταση η οποία περιλαμβάνει γραμματικά λάθη, θα του πάρει περισσότερο χρόνο να τα εντοπίσει απ’ότι αν του λέγατε να σκεφτεί αν συμφωνεί με την εκάστοτε δήλωση/πρόταση. Για παράδειγμα, εάν η πρόταση είναι «το σαπούνι είνε βρώσιμο», θα του πάρει πιο πολύ χρόνο να παρατηρήσει το γραμματικό λάθος, καθώς και το μήνυμα της πρότασης είναι αναληθές.


Το ίδιο συμβαίνει και με τις απόψεις μας. Έρευνα που έγινε από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ έδειξε ότι σε δηλώσεις που τους δόθηκαν, οι συμμετέχοντες ανάλωσαν πιο πολύ τη σκέψη τους στο να αποφασίσουν εάν συμφωνούσαν με τη δοθείσα άποψη παρά να εντοπίσουν τα γραμματικά λάθη σε αυτή. Όλο αυτό, λοιπόν, δείχνει ότι θεωρούμε τις προσωπικές απόψεις μας πολύτιμες. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι απόψεις θα μείνουν σταθερές για πάντα, καθώς είμαστε πιο άστατοι απ’όσο πιστεύουμε.

Η Kristin Laurin από το Πανεπιστήμιο British Columbia εξέτασε τη στάση των ανθρώπων προτού τα πλαστικά μπουκάλια νερού απαγορευτούν στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτή η απαγόρευση δεν ήταν αρεστή σε όλους, όμως επεβλήθη ούτως ή άλλως. Μία μέρα μετά την απαγόρευση των πλαστικών μπουκαλιών, η ερευνητική ομάδα της Laurin εξέτασε ξανά τις απόψεις του κοινού. Προς έκπληξη όλων, το κοινό είχε αλλάξει την άποψη του και είχε εμφανιστεί λιγότερο ανένδοτο, καθώς δεν υπήρχε χρόνος για τους ανθρώπους να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στις νέες πρακτικές λεπτομέρειες της απαγόρευσης και έτσι φάνηκε ότι όλη τους η νοοτροπία είχε αλλάξει. Με άλλα λόγια, εκλογικεύουμε πιο εύκολα τα πράγματα, τα οποία δεν έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε.

Σε επόμενη έρευνα της η Laurin, διαπίστωσε ότι το 2015 στο Οντάριο, με την απαγόρευση του καπνίσματος σε πάρκα και στα αίθρια εστιατορίων, οι άνθρωποι όχι μόνο άλλαξαν την άποψη τους σχετικά με το νόμο, αλλά ακόμα ξέχασαν ό,τι θυμούνταν για τη συμπεριφορά που είχαν ως τότε. Πριν τη μεταβολή αυτή, οι καπνιστές είχαν παραδεχτεί στην ομάδα της Laurin ότι 15% του καπνίσματος τους γινόταν σε αυτούς τους χώρους, ενώ μετά την αποδοχή του νόμου υπολόγισαν ότι το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 8%. Προσάρμοσαν δηλαδή τις απόψεις τους πείθοντας τον εαυτό τους ότι το αποτέλεσμα του νόμου δεν ήταν και τόσο κακό τελικά.

Η μεγαλύτερη όμως απόδειξη δόθηκε όταν διεξήχθη έρευνα σχετικά με τις απόψεις του κοινού για την εκλογή του Προέδρου Trump. Ο Trump είχε τη μικρότερη αποδοχή από τον κόσμο στις δημοσκοπήσεις συγκριτικά με οποιονδήποτε υποψήφιο Αμερικανό Πρόεδρο από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η ομάδα της Laurin παρατήρησε ότι μερικές μέρες μετά την εκλογή του, οι ίδιοι άνθρωποι που τον απέρριπταν, άρχισαν να έχουν πιο θετική στάση απέναντι του.

Μία εξήγηση για αυτό ήταν ότι ο εναρκτήριος λόγος του Trump ήταν αυτός που έδωσε στο κοινό την αυτοπεποίθηση που έψαχνε. Το σημαντικό εδώ είναι ότι ο κόσμος δεν ξεκίνησε να τον αγαπά μόλις εδραιώθηκε στην Προεδρία αλλά απλώς ξεκίνησε να τον αντιπαθεί λιγότερο από πριν. Στην ουσία συνειδητοποίησαν όλοι ότι δεν τους ωφελούσε να συνεχίσουν να αισθάνονται θυμωμένοι με την εκλογή Trump, γι’αυτό υποσυνείδητα έψαξαν τρόπους να πείσουν τον εαυτό τους ότι όλα θα ήταν καλά με αυτό το αποτέλεσμα.

Σε λιγότερο ακραίες καταστάσεις, η μεταβολή στις σκέψεις μας έχει να κάνει με τη γνωστική πόλωση που μας διακατέχει όταν προχωρούμε στην πρόβλεψη των συναισθημάτων μας για γεγονότα που μπορεί να συμβούν στο μέλλον. Μία ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Harvard έχει αποδείξει με αρκετά πειράματα ως τώρα ότι όταν σκεφτόμαστε γεγονότα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, προσδοκούμε τα χειρότερα από ένα κακό γεγονός, ενώ αντίθετα προσδοκούμε τα καλύτερα από ένα θετικό γεγονός. Στην πραγματικότητα όμως, τα άσχημα γεγονότα δεν μας κάνουν να αισθανόμαστε τόσο απαίσια και τα καλά γεγονότα δεν μας κάνουν να αισθανόμαστε τόσο όμορφα αντίστοιχα. Το δύσκολο είναι όταν προσομοιάζουμε ένα μελλοντικό γεγονός στο μυαλό μας και τείνουμε μόνο να σκεφτόμαστε τα πιο σημαντικά στοιχεία. Για παράδειγμα, σε ένα αρνητικό συμβάν αυτό σημαίνει τα χειρότερα σημεία του.

Και ενόσω σκεφτόμαστε ότι εάν κάτι οδυνηρό συμβεί σε εμάς δεν θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε, ή εάν κάτι ευχάριστο μας συμβεί οι ζωές μας θα αλλάξουν ριζικά, και στις δύο περιπτώσεις το μόνο που ισχύει είναι ότι θα συνεχίσουμε να είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήμαστε ως τώρα. Το ίδιο φυσικά ισχύει και όσον αφορά την πολιτική.

Κατά μία έννοια αυτό είναι το ελπιδοφόρο: ότι δηλαδή ψάχνουμε να βρούμε την καλή πλευρά σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής μπορούν να αποφασίζουν οτιδήποτε θέλουν και εμείς θα συμφωνήσουμε με αυτό. Και αυτό γιατί μπορεί να εκλογικεύουμε καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούμε να αλλάξουμε, όμως εάν μία μάζα ανθρώπων αποκτήσει τη δύναμη και την υποστήριξη που χρειάζεται ώστε να επιφέρει την αλλαγή, τότε τα πράγματα αλλάζουν.

Εάν όμως δεν μπορούμε να κάνουμε τις αλλαγές που επιθυμούμε, η ειρήνη και ο συμβιβασμός με τον κόσμο ίσως και να είναι το πιο σημαντικό κομμάτι για την ευημερία μας.

Κείμενο: Κωνσταντίνα Ράικου