Το 1973, τέσσερις Σουηδοί που κρατήθηκαν ως όμηροι για έξι ημέρες σε θησαυροφυλάκιο τράπεζας, κατά τη διάρκεια της ληστείας, «δέθηκαν» συναισθηματικά με τους εγκληματίες που τους κρατούσαν, ένα φαινόμενο που ονομάστηκε Σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Σύμφωνα με τους ψυχολόγους ο δεσμός αυτός με τους κακοποιούς ήταν ένα μέσο που ανέπτυξαν οι όμηροι προκειμένου να αντέξουν τη βία.
Στις 10:15 το πρωί της Πέμπτης, 23 Αυγούστου του 1973 η «Sveriges Kredidbank» της Στοκχόλμης σείστηκε από πυροβολισμούς. «Το πάρτυ μόλις άρχισε», ανακοίνωσε ο 32χρονος Jan-Erik Olsson, παλιός δραπέτης φυλακών. «Το πάρτυ», πράγματι, συνεχίστηκε για περίπου 131 ώρες, ή με άλλα λόγια για πάνω από πέντε ημέρες, καθώς ο Olsson κράτησε ομήρους τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας στο θησαυροφυλάκιο μέχρι αργά το απόγευμα της 28ης Αυγούστου.
Παρόλο που η ληστεία από μόνη της δεν ήταν συνταρακτικής σημασίας, αργότερα οι συνεντεύξεις των τεσσάρων ομήρων έφεραν στο φως αναπάντεχες συνέπειες. Συνέπειες που επαληθεύτηκαν σε πολυάριθμες άλλες «καταστάσεις ομηρίας» στα χρόνια που ακολούθησαν.
Αν και οι αιχμάλωτοι από μόνοι τους δεν ήταν σε θέση να το εξηγήσουν, παρουσίασαν μία παράξενη σχέση με τους εγκληματίες που τους κρατούσαν. Ταυτίστηκαν με αυτούς ενώ ένιωθαν φόβο γι’ αυτούς που έβαλαν τέλος στην αιχμαλωσία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα κατέθεσαν υπέρ των εγκληματιών ή συγκέντρωσαν χρήματα για τη νομική υπεράσπισή τους.
Η Σουηδική τοποθεσία της «Sveriges Kreditbank» έδωσε το όνομά της σε αυτήν την πνευματική διαταραχή ως «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Η μακροχρόνια ψυχολογική έρευνα του περιστατικού αυτού και άλλων παρόμοιων καταστάσεων ομηρίας έχει καταλήξει σε ένα σαφές και χαρακτηριστικό σύνολο συμπτωμάτων για το Σύνδρομο της Στοκχόλμης:
Οι όμηροι αρχίζουν να ταυτίζονται με τους εγκληματίες που τους κρατάνε. Αρχικά τουλάχιστον, αυτή η ταύτιση αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας, που βασίζεται (συνήθως ασυνείδητα) στην ιδέα ότι ο εγκληματίας δεν θα βλάψει τον αιχμάλωτο εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Ο αιχμάλωτος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εγκληματία με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο.
Ο όμηρος συνήθως αντιλαμβάνεται τις προσπάθειες όσων επιδιώκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που πιθανώς θα τον βλάψουν αντί να επιτύχουν την απελευθέρωσή του. Προσπάθειες διάσωσης μπορεί να μετατρέψουν μία ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα. Εάν οι σφαίρες της αστυνομίας δεν τον πετύχουν, πολύ πιθανόν θα το κάνουν αυτές που προέρχονται από τον εγκληματία.
Η μακροχρόνια αιχμαλωσία θεμελιώνει μια ακόμη πιο δυνατή εξάρτηση από τον εγκληματία καθώς γίνεται γνωστός ως ένα ανθρώπινο πλάσμα με τα δικά του προβλήματα και τις δικές του φιλοδοξίες. Ιδιαίτερα σε πολιτικές ή ιδεολογικές καταστάσεις, η μακροχρόνια αιχμαλωσία επιτρέπει στον αιχμάλωτο να εξοικειωθεί με τις απόψεις του εγκληματία και την ιστορία των αδικημάτων του κατά της αρχής. Ακόμη μπορεί να καταλήξει να πιστεύει ότι η θέση του εγκληματία είναι η δίκαιη.
Ο αιχμάλωτος επιδιώκει να απομακρυνθεί συναισθηματικά από την κατάσταση με το να αρνείται ότι όντως αυτή συμβαίνει. Έχει την εντύπωση ότι «όλα είναι ένα όνειρο». Άλλοτε πάλι βυθίζεται σε υπερβολικές περιόδους ύπνου ή σε παραισθήσεις στις οποίες σώζεται με μαγικό τρόπο. Μπορεί να προσπαθήσει να ξεχάσει την κατάσταση απασχολώντας τον εαυτό του σε άχρηστες αλλά χρονοβόρες «εργασίες».
Ανάλογα με το βαθμό της ταύτισης με τον εγκληματία μπορεί να αρνηθεί ότι αυτός έχει άδικο πιστεύοντας ότι οι επίδοξοι σωτήρες του και η επιμονή τους να τιμωρήσουν τον εγκληματία είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Πηγή: e-psychology.gr