H Χριστίνα Μαργιώτη μιλά με τον Ορέστη Τζιόβα και την Άννα Πήλιου για το σώμα, την αξιοπρέπεια, την εξουσία, το bullying στην ελληνική κοινωνία.
Ο Ορέστης Τζιόβας είναι ηθοποιός. Έχει αναγκαστεί να δουλέψει σε άσχετες δουλειές προκειμένου να συντηρήσει τον εαυτό του. Θεωρεί πως «η βαθύτερη κρίση στον χώρο του θεάματος είναι η οικονομική», γιατί «πάντα υπήρχε προσφορά εργασίας μεγαλύτερη από τη ζήτηση στον συγκεκριμένο χώρο». Λόγω της πανδημίας «οι άνθρωποι άρχισαν να συζητάν περισσότερο», «έτσι λειτουργεί η ιστορία, όταν υπάρχει κρίση, οι άνθρωποι συσπειρώνονται για να την αντιμετωπίσουν». Έτσι «κατοχυρώθηκαν ορισμένες πρώτες διεκδικήσεις».
Οι ηθοποιοί βιώνουν την εργασιακή επισφάλεια ως κανονικότητα, «αλλάζουμε δουλειά κάθε σεζόν». Στην τηλεόραση για παράδειγμα ένας ηθοποιός «πληρώνεται ανάλογα με τα προϊόντα που διαφημίζονται, είναι σαν πολυεθνική, μετράνε τα λεφτά που διακυβεύονται και το ποιος κερδοφορεί», στο θέατρο «πληρώνεσαι ανάλογα με τα εισιτήρια που κόβεις». Σε κάθε περίπτωση «πληρώνεσαι για τη συμμετοχή του σώματός σου στον καπιταλισμό». Πρώτη φορά που ο Ορέστης ένιωσε προϊόν, ήταν όταν είδε το πρόσωπό του τυπωμένο σε γνωστό τηλεπεριοδικό. Πολλές φορές έχει νιώσει έτσι ως καλεσμένος πρωινών εκπομπών, «είναι σαν να τους διαφημίζεις ενώ ταυτόχρονα είσαι προϊόν τους».
Η σχέση του ηθοποιού με το σώμα του είναι πολύπλοκη. «Νιώθεις ότι το αντικείμενο έκθεσης της δουλειάς σου είναι το ίδιο σου το σώμα, δεν εκθέτεις έναν πίνακα ή ένα κείμενο, εκθέτεις τον εαυτό σου και αυτό είναι τρομερά σκληρό γιατί νιώθεις ότι κρίνεσαι ως άνθρωπος όχι ως ρόλος. Στην ουσία αυτό κρίνεται στη σκηνή, άσχετα τι παίζεις. Στη σκηνή είσαι διάφανος». «Είναι σαν να ανοίγεις ένα κομμάτι του σώματός σου (δείχνει την καρδιά), και να τους λες “δείτε πώς είναι από μέσα”, σαν να τους μαθαίνεις πώς είναι ο άνθρωπος πραγματικά». Το σώμα «πρέπει να είναι διαθέσιμο να χρησιμοποιηθεί για κάθε ρόλο διαφορετικά», «να το έχεις σε μια εγρήγορση γιατί έχεις απαιτήσεις απ’ το σώμα», «το αποτέλεσμα της εργασίας σου κρίνεται από (αυτό)». Η περιγραφή του Ορέστη απαντά σε μια συνθήκη απόλυτης έκθεσης σώματος και Εαυτού.
Οι καταγγελίες για κακοποιητικές συμπεριφορές σε σχέση με το σώμα αντανακλούν στην εργασιακή ανασφάλεια. «Αυτά τα σκηνικά ήταν γνωστά στον χώρο, είχαν γίνει σχεδόν κανονικά». Ο ίδιος ο χώρος καλλιεργεί την ανοχή, «κάνει μια άσχημη συμπεριφορά από τον σκηνοθέτη κανονική». «Η Μπεκατώρου και η Δούκα ‘δώσαν το έναυσμα να ξανασκεφτούμε τη σχέση του σώματος με το επάγγελμα. Η συνθήκη ωρίμασε για να αλλάξει αυτό (τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στη χρήση του σώματος στο επάγγελμα και στην κακομεταχείρισή του)». «Έχω υποστεί αυταρχική συμπεριφορά, οι περισσότεροι δεχόμαστε, και τη δέχτηκα γιατί δεν μπορούσα να κατανοήσω τη διαφορά ανάμεσα στο ότι δεν μπορώ να δώσω αυτό που μου ζητάει (ο σκηνοθέτης) και στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να το πάρει. Όταν την κατανόησα, αντέδρασα».
Για την Joan Didion (2005) «όλοι επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο πόσο κοινότοπες ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το αδιανόητο». Κοινότοπες είναι οι συνθήκες τις οποίες δεν αμφισβητούμε, όπως ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος ή ότι ο κατώτατος είναι 560, ενώ το ενοίκιο ενός σπιτιού 50τ.μ. στο κέντρο της Αθήνας κοστίζει 590 ευρώ.
Οι συνθήκες ήταν εντελώς κοινότοπες όταν η Άννα Πήλιου, τρανς ακτιβίστρια, αποφάσισε να μετεγγραφεί στο 2ο Εσπερινό Γυμνάσιο Αμπελοκήπων. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος, η θερμοκρασία γύρω στους 17 βαθμούς, και η κοινωνία μας τρανσφοβική. Η Άννα είδε τα όνειρά της να διαμελίζονται όταν οι συμμαθητές της επιχείρησαν να την κάψουν με βενζίνη εξαιτίας της ταυτότητας φύλου της και όταν ο διευθυντής του σχολείου της αρνήθηκε να την προστατέψει και την εξύβρισε.
Εκείνη τη μέρα, η φωτιά δεν άναψε από καθαρή τύχη. Το σώμα της πυρπόλησε, το 2020, περίπου τέτοιες μέρες, η Ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία απεφάνθη ότι ο αντιρατσιστικός νόμος ψηφίστηκε το 2015, μετά την υπόθεση bullying της Άννας, άρα για τεχνικούς λόγους την άφησε απροστάτευτη και εντελώς εκτεθειμένη. Το γεγονός ότι στην Άννα δόθηκαν δύο δευτερόλεπτα για να υπερασπιστεί το λουσμένο με βενζίνη σώμα της, από την απειλή του σπίρτου που κρατούσαν οι συμμαθητές (και οι θεσμοί), ενώ στον διευθυντή δόθηκαν τόσα χρόνια και οι καλύτεροι όροι νομικής υπεράσπισης φανερώνει την υποκρισία μιας κοινωνίας που δεν προστατεύει τα παιδιά της από το bullying, τα θρηνεί μετά θάνατον.
Το κράτος λειτουργεί με άξονα τους νόμους του, δηλαδή τους κανόνες κανονικότητας, που θεσπίστηκαν για να προστατέψουν συγκριμένα σώματα, κανονικά. «Προστατεύεται το σώμα που έχει οικονομική επιφάνεια και όνομα. Για να βρεις το δίκιο σου και να απευθυνθείς στη δικαιοσύνη θες δύο, τρία χιλιάρικα». «Τα παιδιά της Ελλάδας έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, είναι λευκά, καλοντυμένα, καθωσπρέπει, υιοθετούν τα πρότυπα των γονιών τους. Βαριά αρσενικά με υψηλή τεστοστερόνη. Αυτά είναι τα παιδιά που έχουν προνόμια. Μεγαλώνουν με όραμα να πάνε στο στρατό και να γίνουν κομάντος. Έχουν επαγγελματικούς στόχους. Κάτι ψωνισμένα ελληνορθόδοξα παιδάκια είναι, που θέλουν να γίνουν μπάτσοι ή πολιτικοί». «Εμείς (Ζακ, Άλεξ, Γιακουμάκης, Τοπαλούδη) δε θεωρούμαστε παιδιά αυτού του κράτους. Εμένα δε με ήθελαν στο σχολείο μου και μου έδειξαν με το δάχτυλο τη Συγγρού». Για την Άννα οι καταγγελίες της Μπεκατώρου και της Δούκα τής έδωσαν την ελπίδα ότι μπορεί να ξανανοίξει η δικιά της υπόθεση. «Ίσως επιτέλους να δικαιωθώ».
Απ’ την κουβέντα με τον Ορέστη και την Άννα προέκυψε ότι: η αξιοπρέπεια είναι κάτι που καθορίζεται κοινωνικά, και πως οι κοινότυπες, κανονικοποιημένες, επισφαλείς εργασιακές και εκπαιδευτικές συνθήκες είναι απαραίτητος παράγοντας για την κατανόηση του ενσώματου βιώματος της προσβολής της αξιοπρέπειας.
Από τη Χριστίνα Μαργιώτη
Κεντρική εικόνα: Frida Kahlo, Las Dos Fridas (Museo de Arte Moderno, Mexico City)