Ο διακεκριμένος σχεδιαστής μόδας Jasper Alexander Thirlby Conran είναι ένας καλλιτέχνης που σχεδιάζει την αλλαγή, ένας ιδιόμορφος «τεχνίτης» ρούχων και αντικειμένων, που δεν εμπλέκει την προσωπική του ζωή στα δημιουργήματά του, και καταφέρνει να εξασφαλίζει την ύπαρξή του μέσω αυτών.
Γιος του πολυμήχανου Sir Terence Conran (διακεκριμένος σχεδιαστής, εστιάτορας, πωλητής και συγγραφέας), και της συγγραφέως Shirley Conran, ο Jasper είχε τις καταβολές να εξελιχθεί στον ευφυή επιχειρηματία που βλέπουμε σήμερα. Επιλεγμένος κληρονόμος, μεταξύ των πέντε αδερφών του, ο 57χρονος σήμερα Jasper ανέλαβε την εμπορική και σχεδιαστική διαχείριση της αυτοκρατορίας του πατέρα του, μπαίνοντας σ’ ένα παιχνίδι εξουσίας και επικράτησης του ισχυρότερου, που αναμφίβολα του άσκησε μεγάλη πίεση. Το χρέος του ήταν μεγάλο: έπρεπε να διατηρήσει και να εξελίξει το έργο του πατέρα του, η σύγκριση με τον οποίο ήταν αναπόφευκτη.
Ο πατέρας του, Sir Terence Conran, χώρισε με την μητέρα του, όταν ο Jasper ήταν μόλις δύο ετών. Έχοντας μεγάλο πάθος για την δουλειά του και ατέρμονη όρεξη, σχεδίασε την ίδια τη ζωή, βασιζόμενος στον σύγχρονο άνθρωπο και τις ανάγκες του, καλλιέργησε την γαστρονομική συνείδηση, φτάνοντας το 2005 να ανακηρυχτεί ως ο εστιάτορας με την μεγαλύτερη επιρροή στη Βρετανία, και έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία πάνω στη φιλοσοφία του σχεδιασμού του, πουλώντας περί τα 25 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ένας πολυπράγμων άνθρωπος, με πολλά ενδιαφέροντα και αδιαμφισβήτητο επιχειρηματικό δαιμόνιο. «Λατρεύει να δουλεύει, και αγαπάει την πίεση που δημιουργεί το κλείσιμο συμφωνιών», λέει ο Jasper για τον πατέρα του.
Ο Jasper από την άλλη, είναι ένας χαρισματικός και χαρούμενος άνθρωπος, που γνωρίζει πως να συνδυάζει την καθημερινότητα με την εργασία του, και που μοιράζει τον χρόνο του στα σπίτια του, που έχει στην Αγγλία, την Γαλλία και την Ελλάδα. Θέλει να δείχνει όμορφος για το άλλο του μισό, και παραδέχεται ότι έχει κάνει μπότοξ. «Δεν είμαι άγνωστος στην βελόνα», λέει σε μία πρόσφατη συνέντευξή του, τονίζοντας πως δεν υπάρχει λόγος να κρύβει κάτι τέτοιο. Εθισμένος ακόμη στην λιτότητα και την ηρεμία των αυστριακών σπα, είναι συχνός επισκέπτης τους. Όταν καταφεύγει εκεί βρίσκει την εσωτερική του γαλήνη, και πραγματοποιεί τις πρέπουσες εσωτερικές διεργασίες, για να βάλει τα πράγματα σε μία νοητή τάξη. Ωστόσο, φοβάται και αγχώνεται για τυχόν αλλοίωση της εικόνας του, μέσω παραποιήσεων των πεπραγμένων και λεγομένων του. Μιλώντας για την σχέση του με τα αδέρφια του, λέει πως ποτέ δεν ήταν ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, και πως όλοι σεβάστηκαν τις επιλογές του πατέρα τους, που τους τοποθέτησε σε διάφορες ειδικότητες στην εταιρεία.
Σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα “The Independent on Sunday”, ο Jasper συγκαταλέγεται μεταξύ των 100 πιο δημοφιλών ομοφυλόφιλων με επιρροή στη Βρετανία, και έχει αποκαλεστεί ως «εθνικός θησαυρός». Πάντως ο ίδιος φαίνεται πως δεν θα ήθελε να έχει διάδοχο στην οικονομική αυτοκρατορία που χτίζει. «Δεν νομίζω ότι θα ενέκρινα κάτι τέτοιο», απαντά με σκεπτικότητα ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για το αν θα ήθελε παιδιά. «Δεν λέω όχι στην απόκτηση ενός παιδιού. Ο σύντροφός μου θα ήθελε. Απλώς πιστεύω ότι τα παιδιά χρειάζονται μία μητέρα για να μεγαλώσουν, οπότε δεν θα έφερνα στον κόσμο ένα παιδί, χωρίς να γνωρίζει την μητέρα του».
Η διαχείριση της οικογενειακής επιχείρησης και η οικονομική ανάκαμψη
Η αλήθεια είναι ότι τα καταστήματα των Conran, τα γνωστά πολυκαταστήματα Habitat, αντιμετώπισαν κάποια στασιμότητα τις περασμένες δεκαετίες, καθόλου υποβοηθούμενα από τις διαρκώς αναπτυσσόμενες διαδικτυακές σελίδες πώλησης επίπλων. Ωστόσο, με τον Jasper στην ηγεσία, τα προβλήματα άρχισαν να διευθετούνται. Προέβη σε ριζοσπαστικές αλλαγές και ανατρεπτικά μέτρα, προσλαμβάνοντας μεγάλους σχεδιαστές, όπως ο Russel Pinch, για να αλλάξουν τις γραμμές σε 6.000 αντικείμενα, και πουλώντας μερίδιο ορισμένων καταστημάτων του, καταφέρνοντας να φτάσει την αξία της εταιρίας στις 100 εκατομμύρια λίρες. Κανείς δεν εξεπλάγη περισσότερο από τον ίδιο, όταν ο πατέρας του τον αποκάλεσε «επιτυχημένο». Ο Terence Conran συνήθιζε μέχρι τότε να λέει, πως παρότι ο Jasper ήταν ταλαντούχος, ήταν και ερασιτέχνης, και θα κατέληγε σαν τον Ossie Clark, έναν σχεδιαστή της δεκαετίας του ’70, που μετά την πτώχευσή του, πυροβολήθηκε στο κεφάλι από έναν πρώην εραστή του. Η δήλωση αυτή του πατέρα του, του έδωσε ώθηση να συνεχίσει με ζήλο το έργο του και να επιδοθεί σε σκληρή δουλειά. «Είναι πολύ δύσκολο να μην έχεις υποστήριξη», δηλώνει ο ίδιος, πόσο μάλλον να σε υποτιμούν πριν καν δουν τις ικανότητές σου και τι μπορείς να προσφέρεις.
Μέχρι και πριν από 3 χρόνια ο Conran δεν είχε συνεργαστεί ποτέ με τον πατέρα του. Ήταν ανεξάρτητος και δημιουργούσε την δική του αυτοκρατορία, την επονομαζόμενη «Jasper Conran Holdings», η αξία της οποίας εκτιμάται περί τα 25 εκατομμύρια λίρες. Σχεδίασε 20 κολεξιόν τη χρονιά κατά την συνεργασία του με τους Debenhams, πορσελάνες για την εταιρία Wedgwood, ταπετσαρίες για τους Designers Guild, γυαλιά για τους Specsavers, ακόμη και μία σειρά από τζάκια για τους Chesney’s. Εν γένει την δεκαετία του ’90 οι Conrans έπαιζαν τον δικό τους ρόλο στην «μάχη» μεταξύ των καταστημάτων: όταν ο Jasper σχεδίαζε για τους Debenhams, ο αδερφός του Sebastian δημιουργούσε προϊόντα για τον John Lewis. Ο Jasper ήθελε να αποδείξει κάτι, παραμένοντας πεισματικά ανεξάρτητος από τον πατέρα του. «Δεν ήμασταν πάντα ευπρόσδεκτοι στην οικογενειακή επιχείρηση», ισχυρίζεται ο ίδιος, συμπληρώνοντας πως «η δουλειά δεν ήταν μια προσφορά». Για εκείνον η προσωπική καταξίωση και επιτυχία ήταν αυτοσκοπός, θέλοντας να δείξει στον κόσμο, και κυρίως στον πατέρα του, ότι μπορεί να σταθεί από μόνος του στον εργασιακό βίο, και πως στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις του, είναι άξιος διακρίσεων, αποφεύγοντας να εκμεταλλευτεί την ισχύ του οικογενειακού ονόματος.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, οι σπουδές στη Νέα Υόρκη και η ταραγμένη οικογενειακή ζωή
Πλέον, χαίρεται που είναι ο «σωτήρας» της οικογενειακής επιχείρησης και που ο πατέρας του παραδέχτηκε την αξία του. Γι’ αυτόν η πατρική φιγούρα ήταν σημαντική. Φοβόταν τον πατέρα του και δεν τον έβλεπε συχνά. Όπως και την μητέρα του. Ο ίδιος, με τον αδερφό του Sebastian, πέρασαν ένα μέρος της παιδικής τους ηλικίας με την γιαγιά τους, καθώς τόσο ο πατέρας με τις πολλές ασχολίες, όσο και η μητέρα, με το αξιόλογο λογοτεχνικό της έργο, δεν είχαν τον χρόνο να ασχοληθούν με τα παιδιά τους. Ο Jasper σταμάτησε να μιλάει με την μητέρα του εδώ και αρκετά χρόνια. Η Shirley Conran μιλώντας σε μία συνέντευξή της το 2012, είχε πει: «έχω να δω τον Jasper εδώ και 10 χρόνια. Δεν μου λέει ποιο είναι το πρόβλημα». Ο ίδιος, απαντώντας στην απορία της μητέρας του προσεχτικά, δήλωσε πως «είναι δύσκολο για ένα παιδί να βρίσκεται σε μία κατάσταση, όπου οι γονείς του είναι μεγαλύτεροι από την ζωή. Σαν παιδί είναι πολύ σκληρό να κατανοήσεις, ποιο μέρος του κόσμου μπορείς να καταλάβεις, που δεν έχει αγγιχτεί από τους γονείς σου. Είναι πολύ τρομαχτικό. Πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά για να διαχειριστούν την κατάσταση, εγκαταλείπουν. Καταρρέεις στην ιδέα ότι δεν αξίζεις προσωπικά».
Κάτι ανάλογο συνέβη και στο μικρότερο παιδί του Terence, τον Ned, που υπέφερε από ψυχολογικά προβλήματα στο παρελθόν (κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση τουρίστα το 2002 και πέρασε αρκετό χρόνο σε ψυχιατρική κλινική), ενώ πλέον φαίνεται να έχει ανακάμψει, καταλαμβάνοντας υψηλή θέση στον διαδικτυακό τομέα της επιχείρησης. Και ο ίδιος ο Jasper δεν έμεινε ανεπηρέαστος.
Όταν στάλθηκε από τον πατέρα του στο Bryanston School στο Dorset, βίωσε την μοναξιά, και υπέφερε από ανορεξία και βουλιμία. Είχε μάλιστα διαρκώς λιποθυμικές τάσεις, αλλά κανείς δεν ήταν κοντά του για να το παρατηρήσει. Από μικρός πάντως αγαπούσε την μόδα. Ο πατέρας του, όπως εκμυστηρεύεται ο Jasper, υπέθεσε πως ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος από την ηλικία των 3 χρόνων, όταν ο ίδιος έπαιζε με τις κούκλες και είχε ως αγαπημένο χρώμα το ροζ. Στην ηλικία των 15, ο Jasper αποφάσισε να φύγει, καθώς αισθάνονταν να «πνίγεται» από το επίθετο της οικογένειάς του, και έκανε αίτηση για το Parsons School of Design στη Νέα Υόρκη, στους απόφοιτους του οποίου συγκαταλέγονται και οι Tom Ford και Marc Jacobs, για να σπουδάσει την μόδα, και έγινε δεκτός, αποτελώντας τον νεότερο μαθητή της σχολής. Εκείνη βέβαια η περίοδος ήταν πολύ δύσκολη για τον ίδιο, καθώς αναγκάζονταν να δουλεύει, παράλληλα με τις σπουδές του, σαν σερβιτόρος, για να βγάλει τα προς το ζην.
Σε ηλικία 16 ετών γνωρίστηκε με τους Steve Rubell και Ian Schrager, ιδρυτές του Studio 54, και άρχισε να πηγαίνει μαζί τους σε όλα τα γκέι κλαμπ της Νέας Υόρκης, και να ανακαλύπτει τον έρωτα και τα μυστικά της νύχτας. Ο ίδιος ανακαλώντας στην μνήμη του εκείνα τα χρόνια, περιγράφει τον εαυτό του ως «αρκετά γλυκό», και ισχυρίζεται πως προκαλούσε ατυχήματα στον δρόμο με την γοητεία που εξέπεμπε. Όταν ο Rubell και ο Schrager άνοιξαν το δικό τους κλαμπ, ήρθε σε επαφή με μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως την Bianca Jagger, τον Truman Capote, τον Andy Warhol, την Diana Vreeland, την Donna Summer, τον Halston, και τον Calvin Klein. Όταν όμως έγινε 19 χρονών, και μετά από μία άσχημη εμπειρία που βίωσε, ο Jasper έφυγε για πάντα από τη Νέα Υόρκη. «Με απείλησαν με όπλο μέσα σε ασανσέρ ένα βράδυ. Ήταν τρομαχτικό. Δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω. Ήθελα μόνο να γυρίσω σπίτι μου. Ούτε καν αποφοίτησα», αποκάλυψε ο ίδιος μετά από πολλά χρόνια.
Το μυστικό της επιτυχίας
Πίσω στο Λονδίνο, μετά την συνεργασία του με την Wallis and Bill Gibb, ξεκίνησε το 1979 την δική του γυναικεία σειρά ρούχων. Η δουλειά του ήταν τόσο αξιόλογη, ώστε δύο χρόνια αργότερα η πριγκίπισσα Νταϊάνα φορούσε τα ρούχα του.
Εμφανίστηκε ακόμη στην πρώτη Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου το 1984 και το 1986 ψηφίστηκε ως ο σχεδιαστής της χρονιάς, από το βρετανικό συμβούλιο μόδας. Ωστόσο, η αδιαφορία που έδειχνε ο πατέρας του για εκείνον τότε, δεν τον άφηνε να χαρεί την επιτυχία του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Conran κατάφερε να βρίσκεται στο επίκεντρο της βρετανικής μόδας, δίπλα σε σπουδαίους σχεδιαστές, όπως τους Rifat Ozbek, Vivienne Westwood, BodyMap, Katharine Hamnet και τον John Galliano, με τον οποίο φημολογείται ότι διατηρούσε σχέση τη δεκαετία του ’80. Η ύφεση που ακολούθησε τη δεκαετία του ’90, με τον κίνδυνο της πτώχευσης να ξεπροβάλει, έβαλε φρένο στην ευδαιμονία και τα πολυτελή πάρτι. Ο Jasper αντέγραφε τότε τα παλιά του σχέδια, και τα πουλούσε στη μισή τιμή. Στη συνέχεια, όταν η βιομηχανία της μόδας εξέπνεε, υπέγραψε την επικερδή συμφωνία με τους Debenhams, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ακολούθησαν τον δρόμο του… Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των Marni, Versace και Karl Lagerfeld, που σχεδίασαν για το H&M.
Το μυστικό της μακροβιότητας των Conrans βρίσκεται στην ικανότητά τους να σχεδιάζουν ταυτόχρονα για την μαζική αγορά. Το 2008 ο Jasper χρίστηκε ιππότης, και απέσπασε την διάκριση του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αξίωμα που είχε κερδίσει και ο πατέρας του το 1983, ο οποίος στα ογδοηκοστά γενέθλιά του, είχε ως φιλοδοξία «να σταματήσει να τριγυρνάει, και να παράγει περισσότερο έργο». Αναλαμβάνοντας τον επιχειρηματικό κολοσσό του πατέρα του, και συνεχίζοντας τις πρωτοποριακές δημιουργίες, ο Jasper χτίζει πλέον τον δικό του μύθο. Ίσως τελικά η πίεση που αισθάνθηκε στα παιδικά του χρόνια, και το βάρος της ευθύνης που έπρεπε να επωμιστεί, του βγήκαν σε καλό, με μοναδικές σχεδιαστικές εξωτερικεύσεις, επικερδείς επαγγελματικές συνεργασίες και έξυπνες επιχειρηματικές κινήσεις. Στο πρόσωπό του φαίνεται να βρίσκει αντίκτυπο και το τρίπτυχο της επιτυχίας κατά τον Οδυσσέα Ελύτη: η τύχη, καθώς γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους, η τόλμη, διότι δεν δίστασε να υπογράψει συμβόλαια σε μία εποχή που η ανάπτυξη είχε βαλτώσει, και το ταλέντο, που διακρίνεται σε κάθε ένα ξεχωριστό σχέδιό του. Ποιο θα είναι άραγε το επόμενο βήμα του διορατικού σχεδιαστή, και τι εκπλήξεις μας επιφυλάσσει για το μέλλον; Η οικογένεια των Conrans μας δείχνει από την ιστορία της, πως όλα είναι πιθανά…
Από τον Νικόλαο Μπάρδη