Το ρολόι στον σταθμό έδειχνε 20:20.
Η κούραση από τη δουλειά με είχε καταβάλει και το μόνο που ήθελα εκείνη την στιγμή, ήταν να διακτινιστώ και να βρεθώ διά μαγείας στο κρεβάτι μου. Να κοιμηθώ για δύο μέρες και να ξεφύγω για λίγο από τα προβλήματά μου. Να χαθώ από όλους κι από όλα. Φαίνεται πως το περιστατικό που ταλάνιζε την ψυχή μου, με είχε ωθήσει – ασυναίσθητα – σε μία εργασιομανία, με μόνο και μοναδικό στόχο να μην σκέφτομαι. Και συνακόλουθα να μην στεναχωριέμαι. Έτσι και έκανα λοιπόν. Το έριξα στη δουλειά. Πολλή δουλειά. Τόση που ξέχασα άλλα βασικά πράγματα, όπως τον εαυτό μου.
Σ’ εκείνον, λοιπόν, τον εσωτερικό μονόλογο στην αποβάθρα του ηλεκτρικού, άκουσα έναν κύριο να παραμιλάει μόνος του. Γύρισα διακριτικά το βλέμμα μου, για να τον δω. Ήταν δεν θα ‘ταν 60 χρονών, σκουρόχρωμος και ταλαιπωρημένος. Όμως, τα μάτια του πέταγαν σπίθες. Μιλούσε σε έναν αόρατο φίλο του στο διπλανό κάθισμα και του επαναλάμβανε ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα: «Της έδωσα τα πάντα και με παράτησε. Εγώ της έδωσα την καρδιά μου και την πάτησε κάτω αλύπητα. Δεν με σκέφτηκε ούτε λεπτό, ούτε τώρα θα με θυμάται. Αλλά εγώ, πως μπορώ να ξεχάσω; Δεν μπορώ να ξεχάσω κι ούτε θέλω. Δεν ξεχνιέται έτσι απλά ο έρωτας».
Γύρισα ξανά το βλέμμα μου προς την απέναντι πλευρά του σταθμού, και παρατήρησα πως μια παρέα παιδιών τον κορόιδευαν. Και τότε πραγματικά ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου. Ένας άνθρωπος πληγωμένος από τη ζωή και τον έρωτα, που δεν πίστευε αυτό που του είχε συμβεί, έφτασε στο σημείο να μονολογεί μόνος του στο κενό και αντί να βρει μια αγκαλιά για να τον παρηγορήσει, βρήκε τον χλευασμό. Πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η ζωή; Ή, για να το διατυπώσω πιο σωστά, πόσο σκληροί μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι; Παίζουν με τα συναισθήματα των άλλων, τα εκμεταλλεύονται όσο τα έχουν ανάγκη και έπειτα εξαφανίζονται. Έτσι απλά! Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς αφορμές.
Ο άγνωστος κύριος συνέχιζε να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα για αρκετή ώρα, μέχρι που έφτασε ο συρμός. Μπήκα μέσα και αυτός έμεινε πίσω. Του έριξα μια τελευταία ματιά από το τζάμι, για να θυμάμαι αυτήν τη μελαγχολία που είχε στο βλέμμα του. Έμοιαζε με τη δική μου, κι ας μην είχαμε ακριβώς την ίδια ιστορία. Αλλά κάτι από τον πόνο του βρήκε αντιστοίχηση στον δικό μου πόνο. Σκέφτηκα «δεν είμαι μόνος». Πόσοι άνθρωποι εκεί έξω περνούν σιωπηλά τον γολγοθά τους, κι ας μη το ξέρουν οι άλλοι. Δεν έχουν ανάγκη από οίκτο και από συγκαταβατικά σκουντήγματα στον ώμο. Θέλουν ειλικρίνεια, αγάπη και ηρεμία. Αυτή που κάποιοι τους τη στέρησαν. Και όταν χάνεις το κέντρο σου, δύσκολα βάζεις τη ζωή σου σε τάξη. Επικρατεί μια αναρχία συναισθημάτων, που προκαλεί μία αδικαιολόγητη σύγχιση για τα πάντα.
Και φτάνει η στιγμή που κάνεις κακό στον εαυτό σου, για να μη βλάψεις κάποιον άλλον και η αυτοκαταστροφή είναι πλέον μονόδρομος. Αν κάνεις το λάθος και υποβάλεις τον εαυτό σου σε κάτι τέτοιο, δύσκολα μετά ανακάμπτεις. Και ίσως μια μέρα βρεθείς σε κάποιον μοναχικό σταθμό, να εξιστορείς τον πόνο σου σε κάποιον φανταστικό φίλο και οι περαστικοί να σε δείχνουν με το δάχτυλο και να σε λένε τρελό. Μπορεί ένας έρωτας να σε οδηγήσει στην τρέλα; Μήπως τελικά πρέπει να διαλέξουμε άλλον δρόμο; Μήπως εξ αρχής δεν έχει σημασία το happy ending, αλλά η ιστορία;
Από τον Νικόλαο Μπάρδη