Η συνομιλία ξεκίνησε ξαφνικά και σχεδόν αβίαστα.
Οι ώρες πάνω από το πληκτρολόγιο κυλούσαν σαν νερό και ένιωθες ότι, μάλλον, ίσως και να βρήκες το άλλο σου μισό. Αυτό που ονειρευόσουν τόσα χρόνια, αυτό για το οποίο μιλούσες στην παρέα σου. Και όσο ανταλλάσσατε μηνύματα, είχες ένα διαρκές και αναίτιο χαμόγελο. Σαν να συνέβη κάτι τόσο όμορφο, που ούτε εσύ δεν το περίμενες. Μία αναπάντεχη τύχη από αυτές που πιστεύουμε κάποιες φορές, ότι ίσως και να μην αξίζουμε. Όχι γιατί πραγματικά δεν τις αξίζουμε, αλλά γιατί οι λάθος έρωτες και οι κακές εμπειρίες του παρελθόντος μας έπειθαν πάντα για το αντίθετο και δεν μας άφηναν πολλά περιθώρια.
Οι ώρες περνούσαν, έγιναν μέρες και το δέσιμο βρισκόταν προ των πυλών. Κάποιες φορές μάλιστα έπιανες τον εαυτό σου να κάνει σχέδια για το μέλλον, και προσπαθούσες να συμμαζέψεις τις δυνατές σου σκέψεις, για να μη χάσεις την μπάλα. Και άθελά σου μπήκες σε μία ρουτίνα. Και η συνήθεια, ξέρεις, είναι πολύ κακό πράγμα. Όπως και το «καλημέρα» κάθε πρωί. Ακόμη κι αν δεν σου αρέσει κάποια στιγμή το συνηθίζεις, κι όταν ο άλλος το κόβει απότομα, σου λείπει. Σχεδόν το αποζητάς διακαώς και φτάνεις στο άλλο άκρο. Από εκεί, λοιπόν, που ήσουν χαλαρός με όλα, ξαφνικά φαίνεσαι ο τρελός της ιστορίας που ζητάς παράλογα πράγματα, ενώ στην ουσία αποζητάς απλά λίγη προσοχή και ενδιαφέρον. Αληθινό ενδιαφέρον. Από αυτό που σώζει ζωές από τη δυστυχία. Όχι το άλλο, που μετρά impressions και likes στα social. Αυτό διαρκεί όσο και ένα IG story. Ίσως και λιγότερο. Μετά σβήνει…
Και ενώ έστειλες την επόμενη μέρα ένα μήνυμα, δεν το είδε ποτέ. Και πάνω στον πανικό και την απελπισία έστειλες και δεύτερο και στο τέλος κατέληξες να γράφεις τα απομνημονεύματα της ζωής σου. Αυτομόλησες σε κάποιο κοντινό μπαράκι, ήπιες για να ξεχαστείς και υπερανέλυσες όσο δεν πήγαινε την μεταξύ σας περιπέτεια. Γιατί όμως εξαφανίστηκε; Τι είναι αυτό που τον ενόχλησε; Τι πήγε στραβά, ενώ μέχρι χθες ήταν όλα ρόδινα; Το μυαλό θολώνει και αρχίζεις να εκτοξεύεις κατηγορίες πότε προς την απέναντι μεριά και πότε προς τη δική σου. Και το παραλήρημα δεν έχει τέλος. Μέχρι που μετά από αρκετές ώρες διαβάζει επιτέλους το μήνυμα! Και μέσα στον εκστασιασμό της στιγμής αρχίζεις – ξανά – να τον δικαιολογείς και να υποθέτεις πως λογικά κάτι θα του συνέβη και γι’ αυτό άργησε να απαντήσει. Όμως σύντομα διαπιστώνεις, πως όλα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά βλακείες. Γιατί εν τέλει δεν απαντάει ποτέ.
Και κάπου εκεί έρχεσαι αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα. Αυτή που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις, πόσο μάλλον να την αποδεχτείς: έχασε πλέον το ενδιαφέρον του για σένα. Τόσο απλά, τόσο αβίαστα. Έτσι ακριβώς όπως ξεκίνησε και η συνομιλία σας. Δεν έκανες κάτι λάθος. Και δεν χρειάζεται να κατηγορείς την τύχη σου ή τα άστρα γι’ αυτήν την άδοξη κατάληξη. Απλώς πρέπει να αποδεχτείς ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να αγαπήσουν αληθινά, ή έχουν πληγωθεί τόσο πολύ στο παρελθόν, που πιστεύουν ότι κάνοντας το ίδιο στους άλλους κάποια στιγμή θα νιώσουν καλύτερα. Το μόνο βέβαια που θα νιώσουν στο τέλος είναι η μοναξιά. Και ενώ τη δεδομένη στιγμή αυτός είναι το φάντασμα και εσύ ο δυστυχής, στο τέλος μόνο αυτό θα του απομείνει. Εσύ θα έχεις προχωρήσει σε έναν νέο έρωτα που ξέρει από πράξεις κι όχι μόνο από λόγια. Δεν λέω, καλά και τα όνειρα, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να ξυπνάμε…
Το να εξαφανιστείς από προσώπου γης είναι πανεύκολο και το διαδίκτυο, πιο εξελιγμένο από ποτέ, σου δίνει ένα σωρό εφαρμογές και features για να το πετύχεις. Σημασία έχει όμως να μπορείς να αντικρίζεις τον άλλον κατάματα, να επικοινωνείς το πρόβλημα – όταν υπάρχει – και να βρίσκεις λύση. Ο στρουνθοκαμηλισμός δεν οδήγησε πουθενά. Και όλα τα άλλα είναι απλά ιστορίες για να λέμε με τις παρέες μας. Και που ξέρεις; Ίσως το ghosting κάποια στιγμή να αποτελέσει ποινικό αδίκημα και να αποδοθεί δικαιοσύνη σε όλα τα ανυπεράσπιστα και αθώα θύματα. Ίσως πάλι το κάρμα να κάνει όλη τη δουλειά. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να χαμογελάσεις στη ζωή και να αγκαλιάσεις λίγο παραπάνω τον εαυτό σου. Ίσως αν βρεις αυτήν την αγάπη το επόμενο «φάντασμα» να πονέσει λιγότερο, μέχρι κάποια στιγμή να γίνεις τόσο δυνατός, που τίποτα από αυτά δεν θα σε αγγίζει.
Μπορεί, λοιπόν, πλέον τα φαντάσματα να μη βρίσκονται στα νεκροταφεία, τα στοιχειωμένα σπίτια, μέσα στις ντουλάπες και κάτω από τα κρεβάτια, αλλά βρίσκονται στα social media, κρύβονται πίσω από ένα πληκτρολόγιο και μία οθόνη, και εξακολουθούν να μας τρομάζουν, όπως παλιά, ίσως και λίγο παραπάνω. Για να μπορέσεις, όμως, να νικήσεις τους εφιάλτες, πρέπει πρώτα να κάνεις ένα μακρύ ταξίδι μέσα στην ψυχή σου. Δύσκολο, το ξέρω, αλλά το τέλος θα σε αποζημιώσει. Κι όταν τελικά απαλλαχτείς από τα φαντάσματα του παρελθόντος, θα μπορέσεις να προχωρήσεις ακάθεκτος για νέες περιπέτειες. Τι περιμένεις;
Από τον Νικόλαο Μπάρδη