Η εκπλήρωση της ηδονής επετεύχθη.
Σηκώθηκαν βιαστικά από το κρεβάτι και άρχισαν να ντύνονται. Χωρίς να μιλούν, χωρίς να κοιτιούνται μεταξύ τους. Τα μάτια τους γεννούσαν ερωτηματικά και ανέδυαν έναν φόβο. Σαν μόλις να είχαν ζήσει μία ενοχική ευτυχία. Αυτή που ενώ ζεις και χαίρεσαι στη στιγμή, μετά δεν τολμάς καν να τη σκεφτείς, πόσο μάλλον να την επικοινωνήσεις σε τρίτους. Τη ζεις για λίγο και μετά αναγκάζεσαι να την ξεχάσεις. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και κάπως έτσι κρατάς καθαρή τη συνείδησή σου και πορεύεσαι στη ζωή. Αλλά μόνος.
Έπειτα, βγήκαν χωριστά από το σπίτι, στα κρυφά. Για να μη τους πάρει κανείς χαμπάρι. Για να μη τους δει κάποιο αδιάκριτο μάτι. Για να μη σχολιαστούν. Στον δρόμο ο ένας προχωρούσε μπροστά και ο άλλος από πίσω. Σαν δυο άγνωστοι. Παρόλα αυτά το ανήσυχο βάδισμά τους έδειχνε πως υποψιάζονταν, πως κάτι επάνω τους πρόδιδε τις αμαρτίες που προηγήθηκαν πριν σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο. Μικρό, που όμως τους είχε χαρίσει μεγάλες στιγμές. Κι ας μην μπορούσαν να το πουν σε κανέναν. Το μαρτυρούσαν τα βλέμματα που αντάλλασσαν, όταν βρίσκονταν μόνοι τους.
Και μετά, χάθηκαν μες στον αχό της πόλης. Χιλιάδες πρόσωπα τριγύρω. Ποιος να τους προσέξει; Ποιος να ενδιαφερθεί γι’ αυτούς. Ήταν και πάλι δύο τυχαίοι περαστικοί, που δεν κινούσαν καμία απολύτως υποψία. Μόνο το καρδιοχτύπι διατηρούσε τη φλόγα μέσα τους ζωντανή. Μέχρι την επόμενη, μυστική συνάντηση. Μαζί πέθαιναν και μαζί ανασταίνονταν σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο. Και όλα γίνονταν στα κρυφά. Για να μη χαλάσει κανείς την ευτυχία τους. Ή για να μη χαλάσουν αυτοί την συνείδηση των άλλων. Άνευ όρων συνενοχή σε ένα παιχνίδι που δεν έχει κανόνες.
Και όταν τα βράδια ξάπλωναν σε διαφορετικά κρεβάτια, αναλογίζονταν πως θα ήταν η ζωή, αν τη ζούσαν μαζί. Αν είχαν μια αγκαλιά το βράδυ, για να τους σκεπάζει. Ένα πρωινό φιλί, για να τους ξυπνά. Μία αγάπη αληθινή, αμοιβαία που θα τη ζούσαν στο έπακρο χωρίς ενοχές και τύψεις. Από πότε η αγάπη έγινε αμαρτία; Και πόσοι είναι πια ενάρετοι κι αθώοι ανάμεσά μας;
Από τον Νικόλαο Μπάρδη