Σε συνέχεια της συζήτησης γύρω από το σώμα ως πεδίο εξουσίας, αυτό το άρθρο επικεντρώνει σε έναν πιο πειθαρχημένο και αρρενωπό χώρο: τον στρατό.
Το σώμα του στρατιώτη επιτελεί παρόμοια λειτουργία με εκείνη του σώματος του ηθοποιού: γίνεται εργαλείο για την πραγμάτωση του ρόλου. Ο συνεντευξιαζόμενός μας προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του για ευνόητους λόγους. Τα στοιχεία του ωστόσο βρίσκονται στη διάθεση του περιοδικού. Για τις ανάγκες του άρθρου θα του χαρίσουμε μια κωδική ονομασία, θα τον πούμε: στρατιώτη Ράιαν. Φυσικά ουδεμία σχέση έχει με τον γνωστό, κυρίως γιατί ο δικός μας στρατιώτης διέσωσε μόνος του τον εαυτό του και τις επόμενες σειρές φαντάρων ενός στρατοπέδου στην Κω.
Ο στρατιώτης Ράιαν είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του στην Κοινωνιολογία, είχε πάψει να είναι φοιτητής και αναζητούσε μια νέα ταυτότητα, όταν αποφάσισε να κόψει την αναβολή του και να καταταγεί στον στρατό για να σκεφτεί το επόμενο βήμα. «Ήθελα να ξεμπερδέψω από την υποχρέωση».
Υπάρχει ένα είδος τελετουργιών, οι τελετουργίες της μετάβασης, που συνοδεύει κομβικά σημεία στη ζωή ενός ατόμου ή μιας ομάδας. Οι τελετουργίες αυτές σημαίνουν τη μετάβαση από μια σχεσιακή κατάσταση σε μια άλλη. Σε πρώτη φάση, το άτομο διαχωρίζεται από το οικείο του περιβάλλον και από οτιδήποτε καθόριζε τη μέχρι τώρα ταυτότητά του. Κατά τη δεύτερη φάση, η κοινωνική ταυτότητα του ατόμου αναστέλλεται, πρόκειται για μια κατάσταση αορατότητας και εγγενούς ανασφάλειας. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από σωματική και ψυχολογική στέρηση και σκοπεύει στην αναδιαμόρφωση του ατόμου. Τελευταία είναι η φάση της κοινωνικής επανένταξης, όπου το άτομο έχει πλέον νέο ρόλο, ο οποίος απαντά και συμμορφώνεται σε συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και υποταγής.
Κάπως έτσι περιγράφει ο Ράιαν τη θητεία στον στρατό. «Δε θεωρείσαι πλέον πολίτης».
«Την πρώτη μέρα ειδικά κουράζεσαι, έχεις περάσει από πολλές διαδικασίες. Έχεις περάσει να βγάλεις φωτογραφίες, έχεις περάσει για τη στρατιωτική σου ταυτότητα. Έχεις καταγραφεί. Έχεις περάσει οδοντίατρο, παθολόγο, ψυχολόγο. Σου έχουν κάνει δύο εμβόλια (…) και μέχρι να διευκρινιστεί από όλον αυτόν τον κόσμο το ποιος πάει που, έχει νυχτώσει».
«Το ξύπνημα της επόμενης μέρας είναι το πιο δύσκολο». «Σηκώθηκα, κοίταξα δίπλα μου, ήταν άλλα 60 άτομα. Άγνωστοι όλοι. Επικρατούσε χάος και στο κεφάλι μου και στον χώρο. Σκέφτηκα: που είμαι, τι κάνω, γιατί ήρθα; Ένιωθα φόβο για το άγνωστο και ανασφάλεια».
Στην πρώτη επαφή που έχουν τα στελέχη με τους φαντάρους τους καλωσορίζουν με τη φράση «Καλώς ήρθατε στην οικογένεια του στρατού». Ο Ράιαν δεν ένιωσε ποτέ τον στρατό ως οικογένεια «γιατί εκεί μέσα στην πραγματικότητα λειτουργεί ο καθένας για την πάρτη του, γιατί εκεί μέσα είσαι αναλώσιμος ενώ τα παιδιά σε μια οικογένεια δεν είναι». Ο στρατός για εκείνον ήταν περισσότερο ομάδα συγκροτημένη στη βάση της υποταγής στην ίδια ιεραρχία και του κοινού αισθήματος της υποχρέωσης. «Την εξουσία στον στρατό τη βιώνεις καθημερινά», και ενσώματα, «από τη στιγμή που κάποιος έχει το δικαίωμα να σου πει “προσοχή” και εσύ έχεις υποχρέωση να σταθείς έτσι, να σου πει “κλίνετε επ’ αριστερά” και να γυρίσεις, “κλίνετε επί δεξιά» και να γυρίσεις”».
Γρήγορα έκανε καινούριους φίλους, ο ένας ήταν gay και «το είχε δηλώσει ανοιχτά από την πρώτη μέρα, με αποτέλεσμα δύο στελέχη να έχουν εμμονή μαζί του». «Όταν σου πούνε: “άντρες”, πρέπει να υψώσεις το στέρνο σου». «Σε κάποια βραδινή αναφορά ένα στέλεχος φωνάζει “άντρες”, τον κοιτάει και του λέει “όχι εσύ”. Τον υπέδειξε έτσι μπροστά σε όλους … γενικά τον εξευτέλιζαν τακτικά». «Τον προέτρεψα να μιλήσουμε κάπου γι’ αυτό το θέμα, αλλά δεν ήθελε να δώσει παραπάνω έκταση. Το περίμενε χειρότερο να σου πω, όταν δήλωσε (τη σεξουαλική του ταυτότητα) περίμενε χειρότερες αντιδράσεις, οπότε δεν ήθελε να επεκταθεί και το σεβάστηκα».
Ο Ράιαν ήταν τυπικότατος στη θητεία του και δεν είχε πρόβλημα με κανέναν, εκτός από ένα συγκεκριμένο στέλεχος, «ένα δεκαεννιάχρονο παιδί». «Είχε μπει με προκήρυξη, ήταν υπεύθυνος αποθήκης και νεοσύλλεκτων. Ήταν παντελώς ανίκανος, δεν μπορούσε να μας οργανώσει και η συμπεριφορά του ήταν εξουσιαστική. Έμπαινε και φώναζε πάρα πολύ και μίλαγε άσχημα. Έβριζε οικογένειες και θεία, στοχοποιούσε άτομα». «Στη βασική εκπαίδευση, πήγαινε τους νεοσύλλεκτους σε απόμερο μέρος του στρατοπέδου προκειμένου να μάθουν τον βηματισμό και φώναζε εθνικιστικά συνθήματα, τότε ήταν και το μακεδονικό, αλλά και ρατσιστικά συνθήματα για Αλβανούς», «το οποίο ήταν αστείο γιατί πραγματικά ήμασταν όντως μισοί-μισοί στο στρατόπεδο. Ανάγκαζε τα παιδιά που ήταν από την Αλβανία να λένε αυτά τα πράγματα (για τον τόπο καταγωγής τους)». «Μια άλλη φορά ξάπλωσε με την παραλλαγή και τα άρβυλα, πράγμα που απαγορευόταν γιατί υπήρχε φόβος για κοριούς στο στρατόπεδο. Οπότε με άλλα δύο άτομα τον ξυπνήσαμε. Εκεί υπήρξε ένα πολύ άσχημο ξέσπασμα, με βρισιές και απειλές. Το σκηνικό εξελίχθηκε σε καβγά. Έπιασε έναν από τους συμφαντάρους μου και τον κόλλησε στον τοίχο». «Αναφέραμε το γεγονός. Του δόθηκε μια βδομάδα άδεια για να ηρεμήσει».
«Όταν πήρα μετάθεση», «αποφάσισα ότι πρέπει να γίνει κάτι», «μέσω μιας γνωστής που είχα σε έναν φορέα αλληλεγγύης στρατευμένων (…), (έμαθα ότι) αυτό ήταν σίγουρα παράνομο. (…) Έτσι συντάχθηκε μια αναφορά, ενημερώθηκε το ΓΕΣ, στείλανε ειδικό κλιμάκιο, του έκαναν ανάκριση, αυτός έβαλε τα κλάματα, το παραδέχτηκε και τον έδιωξαν».
Απ’ την κουβέντα με τον στρατιώτη Ράιαν προκύπτει ότι: υπάρχουν θεσμικά διαμορφωμένοι χώροι πειθάρχησης, όπως ο στρατός, εντός των οποίων το σώμα γίνεται πεδίο εξουσίας. Εντός των ίδιων χώρων το σώμα μπορεί να γίνει όργανο αντίστασης. Ο φόβος, που καθιστά τις σχέσεις κυριαρχίας λειτουργικές, καταφέρνει να θολώσει την σημαντικότερη αλήθεια: το σώμα ανήκει πάντα περισσότερο στον εαυτό απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας (άτομο, ομάδα ή θεσμό).
Από τη Χριστίνα Μαργιώτη
Κεντρική εικόνα: Γιάννης Τσαρούχης, Άγιος Σεβαστιανός. Παραλλαγή (1970)