Η ώρα περνούσε αργά, σχεδόν βασανιστικά.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να βγω για βραδινό ποτό, αλλά η παρέα μου επέμενε και δεν μπορούσα να τους χαλάσω χατίρι. Ξανά. Βλέπεις, το τελευταίο διάστημα είχα κλειστεί αρκετά στον εαυτό μου και δεν είχα όρεξη για μεγάλες εξόδους, ποτά και ξενύχτια. Είχα ανάγκη να μείνω σπίτι, να συμμαζέψω τις σκέψεις και τα πράγματά μου και να βάλω σε μία τάξη τη ζωή μου. Αυτή που διαταράχθηκε μετά τον τελευταίο χωρισμό, που θα μπορούσε κάποιος να τον πει και κινηματογραφικό. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν ήμουν για πολλά πολλά. Εκείνο το βράδυ όμως, ένας διακόπτης γύρισε μέσα μου και αποφάσισα να βγω.
Η βραδιά δεν κυλούσε όπως την είχα φανταστεί και η παρέα σέρνονταν στις ίδιες κουραστικές συζητήσεις, ενώ οι ερωτήσεις του τύπου «είσαι καλά;», «το ξεπέρασες;», δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα την κατάσταση. Το ένα ποτό διαδέχονταν το άλλο, μέχρι που κάποια στιγμή μπήκε στο μαγαζί ένα ενδιαφέρον πρόσωπο. Κοιταχτήκαμε και σχεδόν ακαριαία ένας ρευματισμός διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου. Και μέσα μου σκέφτηκα πως ίσως αυτό να ήταν το αντίδοτο στην κατάστασή μου. Η ώρα κυλούσε και οι ματιές διασταυρώνονταν όλο και πιο συχνά, μέχρι που σηκώθηκε με το ποτό στο χέρι και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Αφού συστηθήκαμε, αρχίσαμε να μιλάμε ακατάπαυστα και οι δύο, λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Υπήρχε εξ’ αρχής μία οικειότητα που μας τρόμαζε, αλλά μας γοήτευε παράλληλα.
Σκέφτηκα τότε πως ίσως αν ενώναμε τις μοναξιές μας για ένα βράδυ, να μαλακώναμε για λίγο τις πληγές που άφησαν πάνω μας οι προηγούμενες σχέσεις. Να ζεσταίναμε τις καρδιές μας για ένα ακόμη βράδυ και να ονειρευόμασταν ξανά. Έστω για λίγο. Να αφήναμε τον πόνο παράμερα και να κάναμε μία αγκαλιά διαρκείας. Ξέρεις, από αυτές που νιώθεις το σφίξιμο και την ασφάλεια. Γι’ αυτήν την αγκαλιά μιλάω, την ουσιαστική, την ανθρώπινη. Όχι την άλλη, την τυπική, την μυγιάγγιχτη. Και από την κατάληξη της κουβέντας, φάνηκε πως κι εσύ είχες σκεφτεί το ίδιο. Θα ήμασταν ο ένας το φάρμακο του άλλου για μία και μόνο νύχτα. Χωρίς να ξέρουμε ακριβώς ο ένας το παρελθόν του άλλου, ούτε τα βάρη που κουβαλάει η ψυχή. Ήταν αρκετά εκείνα τα πρώτα αγγίγματα και οι ματιές γεμάτες νόημα ικανές να γεφυρώσουν το χάσμα. Ή για την ακρίβεια, ικανές να μας κάνουν να παραβλέψουμε κάποια πράγματα για χάρη της συντροφικότητας.
Η παρέα μου δεν είπε τίποτα. Με χαιρέτησαν και με άφησαν να συνεχίσω το ταξίδι μου στα μάτια σου. Πήγαμε σπίτι σου και χωρίς πολλά πολλά πέσαμε στο κρεβάτι. Χωρίς να έχουμε αξιώσεις ο ένας από τον άλλον. Χωρίς να περιμένουμε μήνυμα την επόμενη μέρα ή να αναλύσουμε με την παρέα μας τις λεπτομέρειες της συνάντησης, για να δούμε αν θα υπάρξει τελικά συνέχεια. Ζούσαμε το τώρα και μόνο εκείνο έμοιαζε να έχει σημασία. Χωρίς έγνοιες, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς προσδοκίες. Ατόφιος έρωτας σε μία νύχτα γεμάτη ανάγκες. Ανάγκη για παρέα, για συντροφιά, για έρωτα, για επικοινωνία, για διασκέδαση. Ανάγκη για ζωή.
Σε κάποια φάση ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου, και βγήκα να ανάψω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Από ‘κει έβλεπα τα τραίνα να ανηφορίζουν για βόρεια και τα φώτα της πόλης να τρεμοπαίζουν στον ορίζοντα. Και είχε μια απέραντη ησυχία, σχεδόν απόκοσμη, και αυτήν την πρωινή δροσιά που μοιάζει να μας αναζωογονεί. Έσβησα το τσιγάρο και πριν καν ξυπνήσεις, ντύθηκα και έφυγα στις μύτες των ποδιών μου. Ήταν πολύ ωραίο όλο αυτό που ζήσαμε, αλλά δεν ήταν για παραπάνω. Το κροτάλισμα των κλειδιών στην πόρτα ταρακούνησαν το φυλλοκάρδι μου, αλλά ευτυχώς δεν ξύπνησες. Έφυγα από τη ζωή σου ξαφνικά, έτσι όπως μπήκα. Κι εσύ τελείωσες για μένα, πριν καν αρχίσεις.
Το μόνο που θυμάμαι πλέον από εκείνη τη βραδιά είναι το μικρό σου όνομα και το χρώμα των ματιών σου. Θα το ξεχώριζα και μέσα σε μία θάλασσα από ανθρώπους. Δεν ήξερα τίποτα άλλο, αλλά δεν χρειαζόταν. Πέρασα όμορφα για μια νύχτα και δεν θυμάμαι κι εγώ πριν από πόσες νύχτες έζησα παρόμοια συγκίνηση. Ο ήλιος έβγαινε δειλά δειλά μέσα από τις πολυκατοικίες, ο κόσμος άνοιγε τα μαγαζιά και η ατμόσφαιρα μύριζε φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ. Έφτασα στο σπίτι με έναν ζεστό καφέ, άνοιξα την ατζέντα μου και άρχισα να γράφω για την όμορφη νύχτα που πέρασα. Και κάπου εκεί, μέσα στην πρωινή διαύγεια και τη σιγαλιά του κόσμου, είδα τη συνέχεια που έψαχνα…
Από τον Νικόλαο Μπάρδη