Modern Love

Από το μηδέν

Και κάποια μέρα γίνεται αυτό που φοβόσουν περισσότερο. Πρέπει να ξεκινήσεις από το μηδέν!

Είναι η στιγμή που αφήνεις παράμερα τους κόπους, τις θυσίες και όλα όσα με επιμονή και υπομονή έχτιζες, μηδενίζεις το κοντέρ και προχωράς σε κάτι καινούριο. Κι αυτή η αρχή είναι πολύ δύσκολη, γιατί συνοδεύεται από τον φόβο του αγνώστου και την εγκατάλειψη της γνώριμης μέχρι πρότινος ζωής. Βλέπεις, όταν συνηθίζεις σε μία καθημερινότητα, δύσκολα την πετάς από πάνω σου, ακόμη κι αν αυτή εξ αρχής δεν σου έκανε καλό. Προσαρμόζεσαι και εν τέλει επιβιώνεις. Μέχρι που ένα γεγονός έρχεται να σε ταρακουνήσει και να σε αναγκάσει να προχωρήσεις. Λένε, πως όταν φοβάσαι να κάνεις το επόμενο βήμα, τότε είναι που πρέπει να πηδήξεις. Τι γίνεται όμως, αν πέσεις στο κενό;

Μεγαλώνοντας είναι σαν να χάνουμε κάθε μέρα λίγο λίγο από το θάρρος μας. Επιζητούμε την σταθερότητα και τη σιγουριά. Καλή και η επανάσταση, αλλά ποιες οι συνέπειες; Κι αν μέσα σ’ αυτές είναι και η απώλεια της ψυχικής ηρεμίας, ευχαριστώ δεν θα πάρω. Δυστυχώς κάποια στιγμή μέχρι τα 30 όλοι έχουμε βρεθεί σ’ αυτό το σταυροδρόμι. Είτε για μία σχέση, είτε για μία δουλειά, ακόμη και για μία φιλία. Αλλά ότι και να σου πουν οι γύρω σου, εσύ είσαι αυτός που στο τέλος πρέπει να πάρει την απόφαση. Στις ταινίες και τα βιβλία μας παροτρύνουν να ακολουθήσουμε την καρδιά μας, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Όμως τι γίνεται αν αυτή κάνει λάθος; Την πάτησες μία φορά, να την ξαναπατήσεις και δεύτερη; Είσαι διατεθειμένος να υποστείς τις συνέπειες ή πάλι θα κατηγορείς τα άστρα και το σύμπαν για όσα έγιναν; Κάποια στιγμή πρέπει να αναλάβεις ευθύνες.


Στον κόσμο μας υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: αυτοί που ξυπνούν πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι το πρωί, κι αυτοί που ξυπνούν με τα χίλια ζόρια, μετά την έκτη ειδοποίηση. Για τους πρώτους όλα είναι πιο περίπλοκα, γιατί τα υπεραναλύουν και σκέφτονται το κάθε τι, πριν προχωρήσουν στη ζωή τους. Κι αυτή η σκέψη τους κρατάει ξύπνιους τα βράδια και αναπτύσσουν εξωπραγματικά αντανακλαστικά, όπως το να προλαβαίνουν το ξυπνητήρι ακόμη και μερικά δεύτερα πριν αυτό ηχήσει. Οπότε αν ανήκεις σ’ αυτήν την κατηγορία, πως βρίσκεις το κουράγιο να πας παρακάτω, και κυρίως, πως ξέρεις ότι δεν θα κάνεις λάθος;

Η ζωή δεν έρχεται με εγχειρίδιο χρήσης και εμείς αποζητούμε διακαώς δικλείδες ασφαλείας, για να μην βρεθούμε στο κενό. Και πως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα βρεθεί ένας καινούριος έρωτας, μία νέα αγκαλιά να σε ζεστάνει; Ο φτερωτός θεός είναι απρόβλεπτος, δεν έρχεται με εγγυήσεις και ίσως κάποια στιγμή σε ξεχάσει. Συμβαίνει κι αυτό. Ακούς στις παρέες να σου λένε, πως ψάχνεις την αγάπη σε λάθος άτομα, αλλά… τι γίνεται όταν εσένα δεν σε ψάχνει κανείς; Είναι σαν κάποιοι άνθρωποι να είμαστε καταδικασμένοι να κυνηγούμε αυτά που σε κάποιους άλλους χαρίζονται σε αφθονία. Το λες και αδικία. Μα, μπορείς να συμβιβαστείς με τη μοναξιά; Ή τελικά συμβιβάζεσαι σε μία ημιτελή σχέση, που δεν σε ευχαριστεί πλέον; Ακούς δεξιά κι αριστερά τα προβλήματα που περνούν τα άλλα ζευγάρια και νιώθεις μία μικρή μα προσωρινή ανακούφιση, πως κι άλλοι δεν είναι ευτυχισμένοι. Γιατί, αν η σχέση σου μιλάει στα social με άλλα δέκα άτομα, για να πάρει επιβεβαίωση, δεν το λες και ευτυχία. Κάποια στιγμή θα παραστρατήσει ή θα ζητήσει κάτι εξωφρενικό και κάπου εκεί θα ξενερώσεις, θα κάνεις ένα βήμα πίσω και αφού αξιολογήσεις ορθά την κατάσταση θα δεις, αν μπορείς να μείνεις σ’ αυτήν τη σχέση ή να προχωρήσεις.

Κάθε επιλογή έχει και ένα τίμημα. Και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για όσα θα ακολουθήσουν. Σκέψου, αν η ζωή μας ήταν ταινία και ξέραμε το τέλος, δεν θα γινόταν βαρετή η υπόλοιπη προβολή; Ίσως και να φεύγαμε από την αίθουσα. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, πως όλα γίνονται για κάποιον λόγο, ακόμη κι αν δεν τον γνωρίζουμε αυτήν τη στιγμή, και πως πάντα θα πρέπει να προσπαθούμε γι’ αυτά που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, μέσα κι έξω. Η ζωή δεν είναι εύκολη, το ίδιο και οι άνθρωποι και ίσως χρειαστεί να ξεκινήσεις ξανά και ξανά από το μηδέν, μέχρι να πετύχεις το ιδανικό. Μην συμβιβαστείς, όμως, ποτέ με τίποτα λιγότερο από αυτό που πραγματικά σου αξίζει!

Από τον Νικόλαο Μπάρδη