Ο ήλιος άρχισε να δύει.
Η πλάση ολόγυρα βάφτηκε σε χρυσαφί χρώματα και η θάλασσα στραφτάλιζε και έμοιαζε απόκοσμη, σχεδόν μαγική. Το βλέμμα που και που κολλούσε στα μικρά κύματα, τον ήπιο παφλασμό, και οι σκέψεις χάνονταν στο άπειρο της θάλασσας. Παντού ολόγυρα γαλήνη, με την εκκωφαντική ησυχία να δίνει ανάσες ζωής στο μέσα μας. Καθόμασταν αντικριστά και δεν μιλούσαμε. Ανά χείρας είχαμε από ένα βιβλίο και κάναμε νοητά ταξίδια μακριά από αυτήν την ακτή, μακριά από αυτήν την καθημερινότητα. Σαν να θέλαμε να δραπετεύσουμε από όλα κι από όλους. Με ένα βλεφάρισμα να βρισκόμασταν σε άλλη χώρα, όπου κανείς δεν θα ήξερε το όνομά μας και θα αρχίζαμε να «χτίζουμε» το μέλλον από το μηδέν. Αυτήν τη φορά, πιο σωστά. Πιο κοντά στις επιθυμίες μας.
Λίγο πιο πέρα, δύο παιδιά έπαιζαν στην άκρη των κυμάτων. Χαμογελούσαν, έτρεχαν και γεμάτα ζωντάνια έμοιαζαν να τα έχουν όλα. Έμοιαζαν ευτυχισμένα με τις μικρές χαρές της ζωής και την ανεμελιά της νιότης. Στο αντίκρισμα αυτής της εικόνας, στο μυαλό μου ήρθαν ακαριαία ο Πέτρος και η Ανθούλα, από το μυθιστόρημα του Ντίνου Δημόπουλου «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού». Όπως εκείνα τα παιδιά, έτσι κι αυτά ανακάλυπταν τον κόσμο γύρω τους και ήταν πρωταγωνιστές στις δικές τους περιπέτειες, μέσα σε ένα σκηνικό απείρου φυσικού κάλλους. Στην αντίπερα όχθη του Αμβρακικού βέβαια, αλλά στο ίδιο φόντο. Με τη ζωή να βρίσκεται μπροστά τους και τα όνειρά τους να είναι πιο ψηλά κι από το μπόι τους.
Οι ήρωες του βιβλίου, σε μία από τις καθημερινές τους εξορμήσεις, συνάντησαν ένα άλλο παιδάκι, τον Πάνο, έναν συνομήλικό τους που όμως έπασχε από φυματίωση και η οικογένειά του τον είχε εγκαταλείψει στην τύχη του, σε μία απομονωμένη καλύβα, μακριά από όλους. Τα παιδιά, ωστόσο, κόντρα στα κατεστημένα της εποχής, τις φοβίες και τις προκαταλήψεις, αγκάλιασαν αυτό το παιδί, έγιναν φίλοι και του έδωσαν κουράγιο για τη ζωή. Για την ακρίβεια του έδωσαν κάτι πολύ μεγαλύτερο: όνειρα. Αυτά που οι υπόλοιποι προσπάθησαν να του στερήσουν. Εικόνα αρκετά γνώριμη και στη σύγχρονη κοινωνία, αν και πλέον δεν ζούμε στο 1930. Όμως τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο και δεδομένο, ούτε η ίδια η αγάπη, η φύση της οποίας ανέκαθεν με προβλημάτιζε.
Άραγε, υπάρχει αυτή η αθώα, ανιδιοτελής και αμοιβαία αγάπη, όπως αυτή που μόνο τα παιδιά ξέρουν να εκδηλώνουν; Ή αφότου ενηλικιωθούμε είμαστε καταδικασμένοι να τη χάσουμε μια για πάντα; Σε μία εποχή ακραίου κυνισμού, ωμότητας, εγωισμού και ευκολιών πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αγωνιστούμε για την αγάπη και τους καρπούς της; Υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ήρωες ή είναι μονάχα γκραβούρες κάποιας άλλης, περασμένης εποχής; Κι όσοι τη νιώθουν είναι οι αποκλεισμένοι; Οι απόκληροι της κοινωνίας;
Έκλεισα το βιβλίο βιαστικά, ανασηκώθηκα και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Ο ήλιος βούτηξε στη θάλασσα και ο αέρας γύρω μου έμοιαζε να λιγοστεύει. Στον δρόμο της επιστροφής επιδόθηκα σε έναν εσωτερικό μονόλογο αναλογιζόμενος το πόσο έχει αλλάξει η αγάπη στις μέρες μας, και πως σχεδόν έχει καταντήσει από ένα όμορφο συναίσθημα να γίνει λέξη απαγορευμένη, που αν την ξεστομίσει κάποιος – πόσο μάλλον να τη βιώσει – είναι καταδικασμένος να ζήσει μόνος του. Κι αυτό γιατί το άλλο άτομο δεν είναι έτοιμο για δέσμευση, ανταπόδοση ή όπως αλλιώς θες να το ονομάσεις. Ένα τόσο όμορφο και πηγαίο συναίσθημα έγινε στίγμα και οι άνθρωποι φοβούνται να το νιώσουν, για να μη φανούν αδύναμοι.
Και κάπως έτσι, όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, καταλήξαμε να είμαστε σαν τα δελφινάκια του Αμβρακικού. Παγιδευμένοι. Κολυμπάμε σε μία μικρή λιμνοθάλασσα και φοβόμαστε να βγούμε έξω στην ανοιχτή θάλασσα. Και αυτό γιατί προτιμούμε την ασφάλεια της εγκράτειας κι ας μη νιώσουμε ποτέ την αγάπη. Τουλάχιστον, δεν θα πληγωθούμε. Και όταν χοροπηδούμε μέσα στα κύματα οι άλλοι θα νομίζουν πως είμαστε ευτυχισμένοι. Εμείς όμως θα ξέρουμε πως βγαίνουμε έξω για να πάρουμε μία ακόμη ανάσα.
Από τον Νικόλαο Μπάρδη